Φως σ’ ολάκερο τον κόσμο
Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
Από το NEWSROOM Δημοσίευση 6/8/2020
Αδιαμφισβήτητο είναι πια το γεγονός ότι ζούμε σε κοινωνίες που μεταβάλλονται με απίστευτη και ιλιγγιώδη ταχύτητα. Το χρεμέτισμα του επελαύνοντος κυβερνοχώρου δεν αφήνει περιθώρια για άσκηση αυτοσυνειδησίας.
Για να γίνει πιο συγκεκριμένη αυτή η έλλειψη αυτοσυνειδησίας θα αναφέρω το εξής παράδειγμα, το οποίο σχετίζεται με τη σημερινή γιορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού: στον εκκλησιαστικό και θεολογικό χώρο η εμπειρία της ελλάμψεως του φωτός, ως γιορτή, που άμεσα είναι συνυφασμένη με την «αιώνια χαρά», την «παντοτινή ημέρα», «το φως του σκότους, ο Λόγος», κατά Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, δυστυχώς από αρκετούς εκπροσώπους της Εκκλησίας, εκλαμβάνεται μόνο ως μια θρησκευτική γιορτή του ενιαυτού, χάνοντας ουκ ολίγες φορές το καίριο νόημά της, που άλλο δεν είναι από το να κατανοήσει ο άνθρωπος πως δεν είναι μόνο αυτός που είναι, αλλά κατεξοχήν αυτό που καλείται να γίνει, ο μεταμορφωτής ολάκερου του κόσμου.
Δεν θέλω να κουράσω τον αναγνώστη με τη θεολογία της γιορτής της Μεταμορφώσεως. Γι’ αυτή, άλλωστε, υπάρχει πληθώρα καλών θεολογικών βιβλίων που μπορεί να μελετήσει. Εκείνο που, εδώ, επιθυμώ να καταγράψω είναι ότι «το στερεό θεμέλιο της ελπίδας για τη μεταμόρφωση όλης της ζωής», όπως τόσο σοφά έλεγε ο άγιος Σοφρώνιος Σαχάρωφ, δεν είναι προνόμιο μόνο της Θεολογίας• έχει αναφορές και στη Λογοτεχνία.
Τρία ενδεικτικά παραδείγματα, νομίζω, πως δείχνουν πόσο μεγάλη σημασία έχει ο σημερινός άνθρωπος να ζει με τη χαρά της ελλάμψεως του φωτός. Μιλώ για χαρά, και απευθυνόμενος σε «θρησκευόμενους» ανθρώπους γίνομαι ακόμη πιο συγκεκριμένος: ας μη βλέπουν τη χαρά με υποψία, γιατί «ο Θεός θα συγχωρήσει τα πάντα εκτός από την έλλειψη χαράς […] όπου δεν υπάρχει χαρά, ο Χριστιανισμός γίνεται φόβος και συνεπώς βασανιστήριο», κατά τον μακαριστό π. Γεώργιο Σμέμαν.
Στα λογοτεχνικά παραδείγματα τώρα, άμεσα συναρτώμενα με το φως της Μεταμόρφωσης:
«Λάμπει μέσα μου κείνο που αγνοώ. Μα ωστόσο λάμπει», γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης στα «Ελεγεία της Οξώπετρας».
«Ακλόνητη η βασιλεία του Αναπόδεικτού», γράφει η Κική Δημουλά, στο ποίημά της «Αθώο το Αναπόδεικτο».
«Είπες εδώ και χρόνια: / “Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός”», γράφει ο Γιώργος Σεφέρης σ’ ένα ποίημά του.
«Μια φορά, ένα τέλος του φθινοπώρου, μου φάνηκε πως με κεραυνοβόλα ενάργεια πέρασε ο θεός, ή η βυθισμένη τούτη μνήμη, κοντά μου. Και είπα: “κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός”. Ήταν μια εμπειρία που πρέπει να έρχεται πραγματικά πολύ σπάνια στη ζωή μας και τη φωτίζει ολόκληρη• δεν μπορεί κανείς ρηματικά να τη μεταδώσει. Φτάνει τόσο», ξαναγράφει στις «Δοκιμές» του ο Γιώργος Σεφέρης.
«Ο Άγιος πριν κατεβεί στο Μοναστήρι ασκήτευε ψηλά στους βράχους, στα Καρούλια, σε μια σπηλιά που για να τη φθάσεις, αν δεν ήσουν αητός ή κιρκινέζι, έπρεπε από παιδί να είσαι μαθημένος στα απόκρημνα ψηλώματα και στις καταραχιές.
Εκεί κάθε δέκα, κάθε δεκαπέντε, πήγαινε ένα καλογεράκι να δει αν ζει ο γέρος και να του αφήσει πότε λίγο λαδάκι, πότε λίγο κρασί, ο κόσμος όμως πίστευε πως δεν τα είχε ανάγκη ούτε αυτά, και πως μονάχα ως ένδειξη αγάπης τα δεχότανε.
Έμενε μέσα στη σπηλιά ακούνητος και είχε τα μάτια καρφωμένα εμπρός, σε ένα σημείο μυστικό που μόνο εκείνος ήξερε, και έβλεπε το “φως”. Στα παλαιά χρόνια το “άκτιστον φως” το έβλεπαν πολλοί άνθρωποι του Θεού, ήσαν όμως άλλα χρόνια εκείνα• η αμαρτία δεν βασίλευε στον κόσμο όπως στις μέρες μας, οι άνθρωποι ήσαν πιο κοντά τον Πλάστη τους και δεν ήταν παράξενο που μοναστήρια ολόκληρα ήσαν γεμάτα από μοναχούς που έβλεπαν το ”φως”», γράφει η Ισμήνη Καπάνταη στο μυθιστόρημά της «Που πια καιρός».
Τα παραπάνω λογοτεχνικά αποσπάσματα δεν γνωρίζω τι απήχηση μπορεί να έχουν σε κάποιους «εκκλησιαστικούς» και «θεολογικούς» ταγούς. Εκείνο πάντως που καλά γνωρίζω είναι πως δεν είναι λίγοι εκείνοι που πάσχουν από «οξεία εκκλησιαστικότητα», «Ορθοδοξισμό» και «Ορθοδοξομανία», κι όταν διαβάζουν τέτοια κείμενα δυσανασχετούν γιατί συχνά το κέντρο της συνείδησής τους είναι ο ίδιος τους ο εαυτός και εξάπαντος «όχι ο Χριστός, το Ευαγγέλιο ή ο Θεός». Με αποτέλεσμα κανείς «να μην ανθίζει κοντά τους», κατά +Αλέξανδρο Σμέμαν, πάντα!