Ο δαιμονόσπορος
Διήγημα του ΣΤΡΑΤΗ ΑΝΑΣΤΑΣΕΛΛΗ
Δημοσίευση 26/12/2020
Κατέβηκε αναμαλλιασμένη στην αγορά, ν’ αγοράσει το φάρμακο της γριάς μητέρας που της έγραψε ο γιατρός, κρατώντας απ’ το χεράκι το μικρό Θοδωρή που κάλπαζε σχεδόν με πηδηχτά βηματάκια, σέρνοντας τα στραβοπατημένα πέδιλα του μεγαλύτερο αδερφού του.
Μυξόκλαιγε κι αναρούφαγε, με σηκωμένη την κατακόκκινη μυτίτσα του τον αέρα επιστρέφοντας μικρά συννεφάκια, λαχανιασμένες εκπνοές.
Η ρυμούλκα της μάνας τονε συνέφερνε πότε πότε, έτσι που να σβήνει την οδύνη στο προσωπάκι του, δίνοντας του μια σοβαρότητα ήρωα που τραβάει το δρόμο της αθανασίας.
Σίγουρα ο Θοδωρής σκεφτότανε σαν το κουνούπι που καθότανε στου βοδιού το κέρατο και το ρωτήσανε σαν τι να κάνει. Κείνο απάντησε επίσημα: «ζευγαρίζουμε». Πηγαίναν για το φάρμακο της γιαγιάς. Και πάνω που τον συνέπαιρνε το αίσθημα της αυτοθυσίας... ένα σωρό πανηγυριώτικα δαιμόνια μπερδούκλωναν τη σκέψη του.
Καροτσάκια ξέχειλα από μανταρίνια και κατολογίτικα φρούτα, βιτρίνες παραγεμάτες με παιχνίδια κι αυτά τα μπαλόνια π’ ανεμίζανε σαν ώριμα φρούτα μπρός τα μάτια γανιασμένου στρατοκόπου. Κι απάνω π’ απαλογύριζε τα μάτια του στα λογιών λογιώ σχήματα και χρώματα, μπαλόνια, η ρεμούλκα τεζάριζε κι έχανε το κακόμοιρο το υπερκόσμιο όραμα. Κι άρχιζαν τα ματάκια του να ψιχαλίζουν κι η μυτίτσα του τα ρουθουνίσματα.
- Μπαλόνι θέλω.
Η ρεμούλκα τεζάριζε μουρμουρίζοντας.
- Μόνο το μπαλόνι μας έλειψε. Περπάτα.. δεν είναι για μας.... δεν τα πουλάνε...
Στο φαρμακείο της είπανε πως το φάρμακο πιάνει 128 δραχμές. Το κατοστάρι δεν φτάνει. Στέκεται τώρα παράμερα και συλλογιέται. Που να βρεί δανεικά! Κι ο Θοδωρής ν’ αποξεχνιέται και να σιγοτραγουδά τα κάλαντα μπολιάζοντας τη φωνή του στο σκοπό των καλαντιστάδων. Κομπανίες πιτσιρικάδων μπαινόβγαιναν στα μαγαζιά σα μελισσόπουλα. «Οι ουρανοί αγάλλονται...».
- Πάρε μου μανούλα ένα μπαλόνι ! κλαψουρίζει Ο Θοδωρής.
- Άιντε να καλαντίσεις στα μαγαζιά, ν’ αποσώσουμε τα ρέστα για το φάρμακο και βλέπουμε για το μπαλόνι.
Τραγουδά παράφωνα τώρα ο Θοδωρής και γεμίζει με λιανομονέδα τη παγωμένη χουφτίτσα του.
Δεν ξέρει πόσα μάζεψε, κι αν κάλυψε τη διαφορά του γιατρικού. Κάποτε φτάνει καμαρωτός στη μάνα του που τον περιμένει στο πεζοδρόμιο. Τις μετράει βιαστικά η καψομάνα και τις βρίσκει 32 δραχμές. Ασυναίσθητα χαϊδεύει το κεφαλάκι του Θοδωρή και κείνος παίρνει ύφος κυνηγάρικου σκυλιού που απορτάρει το θήραμα.
Παίρνουν το φάρμακο κι ελπίζει ο Θοδωρής τώρα σίγουρα στην αγορά μπαλονιού. Η μάνα αμίλητη τραβά ίσια στο περίπτερο και κι ο μικρός διαλέγει στα γρήγορα με μια ματιά το πιο φανταχτερό μπαλόνι σε χρώμα.
Μια κάρτα χρωματιστή μ’ ένα χρυσό αστέρι, στις γωνιές αγγελάκια με κλαρίνα και «ΕΥΤΥΧΕΣ ΤΟ ΝΕΟΝ ΕΤΟΣ» φαρδύ πλατύ στο κάτω μέρος. Την αγόρασε. Τον πήρε από το χέρι και διάβαινε. Ο Θοδωρής δεν μίλαγε. Μες το σιγανό του κλάμα έπνιγε την περηφάνια του.
Δεν ήθελε πια τίποτα, δεν αξίζει πια το μπαλόνι και μες τα μάτια του χορεύουν χιλιάδες φωτεινά μπαλόνια, που σχηματίζουν τα πολύχρωμα φώτα απ’ τα καταστήματα, τ’ αυτοκίνητα και τους στύλους με τους γλόμπους του δημοτικού φωτισμού. Μες τα δάκρυα του χορεύει τ’ όνειρο του με χίλια χρώματα, ένα φαντασμαγορικό θέαμα ξανοίχτηκε στο δρόμο του. Η μάνα παραξενεύτηκε, κοντοστάθηκε του μίλησε.
Ξέρεις, για την κάρτα σου λέω. Θα την στείλουμε στον πατέρα σας. Μονάχος σε ξένο τόπο, δουλεύει όσο να κάνει τα ναύλα μας κι ύστερα θα τά ‘χουμε όλα.
Ο Θοδωρής δε μίλησε, μα και δεν μπορούσε απ’ τα αναφιλητά. Φτάσανε στο χαμόσπιτο. Ο Θοδωρής παραπονέθηκε στην άρρωστη γιαγια.
- Ας του έπαιρνες ένα μπαλόνι του παιδιού.
Της εξήγησε κι απ’ το διάλογο πείστηκε ο Θοδωρής πως «δεν είναι για τα μας». Η γιαγιά τον κάλεσε δίπλα της και του μίλησε για τη γέννηση του Χριστού, για τους φτωχούς, που στον άλλο κόσμο καλοπερνούν κι ένα σωρό παρηγοριές που ξεστράτιζαν τις απορίες του.
Με συγκατάβαση δέχτηκε την ετυμηγορία της γιαγιάς μ’ ένα στεναγμό και βάλθηκε ν’ απαλύνει τον πόνο του παίζοντας με το ζουριασμένο γατί που τραμπάλιζε τ’ αδύνατο σκαρί του στο σανιδένιο πάτωμα.
Κάποτε το πήρε στην αγκαλιά του και βγήκε. Έξω το μούχρωμα ανακάτευε τα μουντά κρέπια του με τα φώτα της Δημαρχείας.
Ο Θοδωρής αλαργάρεψε και στάθηκε στη ρίζα του φανοστάτη χαϊδεύοντας το ζουργιαρογάτι. Ένας μπέμπαρος περνούσε κρεμασμένος απ’ το γαντοφορεμένο χέρι της μαμάς του. Στο δεξί του παχουλό χεράκι κρατούσε ένα μπαλόνι σε σχήμα γάτας. Μια γελαστή μεγάλη γάτα.
Ο Θοδωρής θωρούσε μια το μπέμπαρο, μια τη γελαστή γάτα με μια στιφή γκριμάτσα που αχνόδειχνε ζήλεια, φθόνο. Ακλούθησε καμπουριαστός σαν κλέφτης. Κι άξαφνα τ’ αστραφτερά του ματάκια γελάσανε πονηρά. Ακούμπησε το γατάκι του στη λαστιχένια γάτα.
- Να η μάνα σου.... που είναι η μάνα σου;
Το γατάκι γρατζούνισε την παράξενη γάτα. Ενα "πάτ" ακούστηκε κι η γελαστή γάτα εξατμίστηκε στον υγρόν αγέρα. Το γατάκι απόρησε. Απόρησε κι ο Θοδωρής από ‘να χαστούκι που άστραψε στο μαγουλάκι του. Ο μπέμπαρος βάλθηκε να σκούζει ως που μια στριγκιά φωνή σταμάτησε κάθε κίνηση κι ανάσα.
- Μωρή κυρία μαντάμ, που μου φορείς και γούνα, να σε πιάσω να σε πιάσω μόνο στα χέρια μου θα σου βγάλω το μαλλί τρίχα-τρίχα. Νά ‘ξερες μωρή, πως το μεγαλώνω τούτο το μωρό. Και θα το χτυπήσεις που να κοπεί το χέρι σου!
΄Εκανε σάλτο να φτάσει την αντίμαχό της μα μπερδουκλώθηκε στο Θοδωρή που κρατούσε το γατάκι στην αγκαλιά του. Δυό τρείς καταμουτσουνιές πέσανε στα γρήγορα που σκοτεινιάσανε τα πάντα μες το σοκάκι κι αντίχησε η βραχνή φωνή της μάνας του.
- Λύσιαξες με τα μπαλόνια δαιμονόσπορε σήμερα. Να με βάλεις σε μπελά μέρες πού ‘ναι.
Αλήθεια....μέρες πού ‘ναι.