Το ζεϊμπέκικο της Βαγγελίτσας
Γράφει ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΜΑΝΤΖΟΥΡΑΝΗΣ
Δημοσίευση 5/4/2021
Δευτεράκι στο 8ο δημοτικό, γύρω στα οκτώ θα ήμουν και το σχολείο άρχισε να μου φαίνεται ακόμα πιο όμορφο.
Ξυπνούσα μόνος μου πολύ πριν χτυπήσει το κουδούνι και το πρώτο που έκανα, ήταν να φτιάξω τη μπόλκα, να γυαλίσω με σάλιο τα παπούτσια και να σιδερώσω με τα χέρια το παντελονάκι κι’ ας ήταν και λίγο ξηλωμένο απ’ τον χθεσινό πετροπόλεμο.
Ίσα που προλάβαινα να γίνω «εντάξει», όπως μου έλεγε η μάννα μου και να πεταχτώ στο σχολείο, που ήταν απέναντι απ’ το σπίτι μας για να προλάβω στο τσακ, λαχανιασμένος, την προσευχή.
Ταραχή κι’ αντάρα κάθε πρωί και Αφρούλα να σταυροκοπιέται:
-Μουρό μ’ τι είναι αυτό κάθε πρωί; Σε γάμο πας ή στου σχουλιό;
Και στις βεγγέρες της, είχε να το καυχιέται στις φίλες της:
-Του Σουκρατέλ΄ του αγαπά του σχολειό.. Τα αγαπά τα γράμματα…
Όμως δεν ήταν «τα γράμματα» και η Αφρούλα, γρήγορα το μυρίστηκε.
Η Βαγγελίτσα, ήταν!
-Μαμά, στο διάλειμμα, να φέρεις δυο κομμάτια κέϊκ.
-Γιατί πεινάς:
-Όχι…Αρέσει και στη Βαγγελίτσα.
Ο παππούς ο Σωκράτης-προπάππους μου ήταν, παππού δε γνώρισα- κάθε απόγευμα, μου έδινε μια καραμέλα, ένα φλοκάκι, για το σχολείο.
-Παππού, να μου δώσεις δυό.
-Δε κάνει καλό να τρως δυο..
-Δε το θέλω για μένα. Για τη Βαγγελίτσα είναι το άλλο…
Και τι δεν έκανα για τούτον τον πρώτο Έρωτα!
Ότι φιακία υπήρχε, την έκανα.
Να κάνω τούμπες στο σκάμμα της αυλής του σχολείου, να σηκώνω συνέχεια το χέρι κι’ ας μην ήξερα ντιπ, φυλάγω το κίτρινο τυρί της Ούντρα κάτω απ΄ το θρανίο κι’ ας ήξερα πως θα το φάει ο Παναγής στο διάλλειμα..
Απελπισμένος Έρωτας..
Ποτέ δεν κατάφερα να πω έστω μια λέξη στη Βαγγελίτσα, μέχρι που τελειώσαμε το δημοτικό.
Ούτε αργότερα κι’ ας ειδωθήκαμε μια-δυο φορές.
Ούτε ποτέ κατάφερα να τις δώσω λίγο από το κέϊκ της Αφρούλας, έστω ένα φλοκάκι του παππού, ή ένα κομμάτι από το τυρί της Ούντρα.
Όλοι πια είχαν πάρει χαμπάρι το μεγάλο μου έρωτα, εκτός από τη Βαγγελίτσα που συνέχιζε στο σχόλασμα να ανηφορίζει στο σπίτι της, στο Συνοικισμό, πιασμένη χέρι-χέρι με τον Παναγή.
Αυτόν που μου έτρωγε το τυρί της Ούνδρα…
Κι’ εγώ σε απελπισία.
Ήταν αρχές της άνοιξης και η πίσω αυλή μας, ένας παράδεισος!
Εγώ, κατόπιν εντολής της μάνας, άσπριζα με ασβέστη κάτι πεζουλάκια και ο παππούς-Σωκράτης κάπνιζε, απολαμβάνοντας ένα ουζάκι ψιλοχαμογελώντας κάτω απ’ τα τεράστια μουστάκια του.
-Άσε τα συγυρίσματα και βάλε αυτή τη σανίδα απάνω στα βαρέλια. Στέργιωσε την καλά.
Το έκανα.
-Ανέβα τώρα απάνω.
-Καλέ παππού, τούμπες θα κάνω;
- Ανέβα και χόρευε…
Και άρχισε να παίζει παλαμάκια, αργά-αργά και να μουρμουρίζει έναν αμανέ
-Παππού θα πέσω…
-Χόρεψε, ίσα το κορμί, λεβέντικα. Σε βλέπει και η Βαγγελίτσα!!
Τι ήταν να το πει, αυτό.
Πέταγα.
Και τσαλίμια και τσακίσματα κι’ έγινε πίστα στον ουρανό η σανίδα κι’ ο αμανές του παππού, το πιο όμορφο ζεϊμπέκικο που έχω ακούσει ποτέ.
-Άτιμο πράμα ο σεβντάς.. Άντε κατέβα.. Καλά χόρεψες.
Ήπιε μονοκοπανιά το ρακί και μου άφησε ένα φλοκάκι πάνω στη σανίδα.
-Για τη Βαγγελίτσα, είναι..
Α ρε παππού..