Στη γειτονιά της Ιστορίας
Γράφει ο ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΚΑΛΑΡΓΑΛΗΣ
Δημοσίευση 26/4/2019
Απόγευμα Μεγάλης Τετάρτης, κάθομαι στο κατάγιαλο της Επάνω Σκάλας· στην παλιά γειτονιά της Μυτιλήνης. Εδώ η ζωή πάει πίσω όσο κι η Ιστορία της πόλης. Αντίκρυ τα υπολείμματα του λιμενοβραχίονα του βόρειου λιμανιού. Τις μέρες της άπνοιας, όπως η σημερινή, στο βυθό διακρίνεις τις στρωμένες πέτρινες πλάκες. Έτσι εμποδίζονταν τα πλοία, τα παλιά χρόνια, να ρίξουν άγκυρα, για να έχουν οι Αρχές τον έλεγχο του ελλιμενισμού. Στη στεριά τα μαρμάρινα κατάλοιπα της εμπορικής στοάς. Εδώ γινότανε οι κάθε είδους συναλλαγές. Τρόφιμα, λάδι, κρασί, μαζί με χρηστικά αγγεία, μυρωδικά για τους αρχαίους ναούς και θεούς, χρυσά και αργυρά νομίσματα.
Πιο πάνω, στον λόφο του κάστρου, βιγλίζει ο πύργος της βασίλισσας των Γατελούζων, τότε που δόθηκε από τους βυζαντινούς προίκα ολάκερο το νησί στον πρίγκιπα Φραγκίσκο. Οι αρχαίοι προμαχώνες αναστηλώθηκαν πρόσφατα. Πάνω τους στάθηκαν Βυζαντινοί στρατιώτες, Γατελούζοι αξιωματούχοι, Οθωμανοί κατακτητές, Έλληνες πεζοναύτες. Τώρα αρχαιολόγοι, μηχανικοί, τεχνίτες της πέτρας, εργάτες του κάματου δίνουν στο χώρο την παλιά, αρχαία μορφή.
Πώς εναλλάσσονται στην παρουσία οι άνθρωποι; Εκεί, στην «κορύφαν της πόληος», όπου κάθισε η Σαπφώ κι οι μαθήτριες της, οι στρατιώτες του κάθε στρατού (κατακτητές και ελευθερωτές), σήμερα αποτυπώνεται η εικόνα της Ιστορίας.
Στην πλάτη μου ορθώνεται η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, τζαμί ως τις αρχές του περασμένου αιώνα και Αϊ Γιάννης στο βάθος του χρόνου. Εδώ έστησε το 1462 τη σκηνή και τον πολυτελή θρόνο του ο Μωάμεθ ο κατακτητής, για να εποπτεύσει την πολιορκία του κάστρου της Μυτιλήνης και την πτώση του. Από μπροστά του πέρασαν κοπέλες και παλικάρια πριν οδηγηθούν στα παλάτια της Κωνσταντινούπολης. Απ’ εδώ ξεκίνησε τη νικηφόρο προέλασή του ο ελληνικός στρατός το 1912 για να ελευθερώσει το νησί.
Ο ιστορικός τόπος πάντοτε θα βρίσκεται στη ροή των πραγμάτων και της ζωής· γιατί έχει το αποτύπωμα της ζωντάνιας και των γεγονότων. Έτσι στη θάλασσα τούτη έφερε το κύμα τις ξύλινες βάρκες του 1922, αλλά και τα φουσκωτά αυτού του αιώνα. Το στενό το Αϊβαλιού εύκολα περνιέται, έτσι δίνει ελπίδα σ’ όσους το αποτολμούν.
Βραδιάζει· τα φώτα ανάβουν ολούθε, και στις δυο στεριές. Η συννεφιά επικάθεται στις σκέψεις. Τόσους αιώνες οι άνθρωποι συναντιούνται με το φως και το σκοτάδι, ορθώνουν ανάστημα αλλά και ταπεινώνονται. Σαν τον Χριστό της Μεγάλης Παρασκευής και του Μεγάλου Σαββάτου. Εδώ στην άκρη της θάλασσας, στο σταυροδρόμι των ηπείρων, το πένθος του Επιταφίου θα διαδεχτεί η φωταψία της Ανάστασης. Οι κάθε λογής κατατρεγμένοι του κόσμου θ’ αναθαρρήσουν αναμένοντας τη δική τους, προσωπική Ανάσταση.
O ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΚΑΛΑΡΓΑΛΗΣ είναι συγγραφέας, διδάκτορας Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας