Με το Μίκη στη Μακρόνησο
Σε μια από τις ιστορικής σημασίας συναυλίες στο νησί μνημείο που είχαν οργανώσει το Σεπτέμβριο του 2003 ο Νίκος Σηφουνάκης και το Υπουργείο Αιγαίου
Γράφει ο ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΑΛΑΣΚΑΣ Δημοσίευση 3/9/2021
Τελευταίες μέρες του Σεπτέμβρη το 2003, Σαββάτο ήταν πριν 18 χρόνια! Το λεωφορείο από το Πεδίο του Άρεως με έφερε στο Λαύριο. Κι από εκεί με ένα καΐκι πέρασα στη Μακρόνησο.
Είχα ξαναπάει στη Μακρόνησο. !982 πρέπει να ήταν, σε μια εκδρομή – προσκύνημα του Πανελλαδικού Συνδέσμου Αγωνιστών ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης. Μαζί άνθρωποι με ονόματα που ενέπνεαν σεβασμό, ονόματα από μόνα τους το καθένα μια ιστορία. Καπεταναίοι του ΕΛΑΣ, αγωνιστές της Αντίστασης, τυραννισμένοι αργότερα για όλα ετούτα και... Μακρονησιώτες. Τότε το 1982, 20χρονος πιτσιρικάς κατάλαβα ότι ο Μακρονησιώτης είναι ιδιότητα που έπαιρνες στα νιάτα σου και σε συνόδευε σε όλη του τη ζωή.
Για παράδειγμα ο Μακρονησιώτης δεν πονά, αντέχει, υπομένει, επιμένει και στο τέλος νικά γιατί αν και σάπιος από το ξύλο... γελάει.
Τέτοιοι Μακρονησιώτες με ξενάγησαν, με μύησαν 40 χρόνια πριν στον άγριο ξερότοπο με τα φίδια, τις αστιβιές, τα ερείπια και τις μνήμες. A' Τάγμα, Β’ Τάγμα, Διοικητήριο, θέατρο, Άγιος Αντώνιος.
Και 20 χρόνια μετά, τέλος καλοκαιριού του 2003 ξανά στη Μακρόνησο. Όχι σαν προσκυνητής αλλά δημοσιογράφος για να καλύψω για λογαριασμό της «Ελευθεροτυπίας» τη μεγάλη συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη. Που επέστρεφε στον τόπο της εξορίας και των βασανιστηρίων του για τρεις συναυλίες (που τελικά έγιναν τέσσερις) οργανωμένες από το Υπουργείο Αιγαίου και έναν «τρελό» βουλευτή Λέσβου που ήταν τότε Υπουργός το Νίκο Σηφουνάκη.
Με συγχωρείτε για την «παρένθεση» αλλά πρέπει να το πω. Κάποια πράγματα πρέπει επιτέλους να λέγονται. Με το Νίκο Σηφουνάκη συνεργάστηκα χρόνια. Αρέσκονταν να τα καταφέρνει στα δύσκολα. Εκεί όπου άλλοι σταματούσαν εκείνος άρχιζε. Κι όταν εκείνος σταματούσε όλοι οι άλλοι απλά διαπίστωναν ότι είχαν σταματήσει από ώρα. Αυτή η τρέλα αποτέλεσε την κινητήρια δύναμη για να κάνει πολλά πράγματα. Δεν είναι της ώρας ούτε να τα πούμε, ούτε να μαλώσουμε για αυτά.
Ας μείνουμε στο ότι η τρέλα αυτή έφερε χιλιάδες Έλληνες στα χαλάσματα της Μακρονήσου να ακούσουν το Μίκη Θεοδωράκη και τις μουσικές του. Και σε απόδειξη των όσων είπα παραπάνω να σημειώσω ότι ο Σηφουνάκης είχε υποσχεθεί εκείνο το βράδυ πως σε συνεργασία με την Τοπική Αυτοδιοίκηση «σύντομα θα μπορούμε να προχωρήσουμε στην καθιέρωση ίσως κάθε δύο χρόνια, μίας εκδήλωσης ιστορικής μνήμης για τους τόπους μαρτυρίου, διότι η μνήμη είναι η ιστορία μας». Λίγους μήνες μετά τον διαδέχτηκε ο ανεκδιήγητος Αριστοτέλης Παυλίδης. Οι τόποι μήνης ξεχάστηκαν. Ίσως γιατί έπρεπε (πρέπει ακόμα;) να ξεχαστούν.
Εκείνο το βράδυ ακούστηκαν μελοποιημένα τα εμβληματικά ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου «Επιτάφιος», «Ρωμιοσύνη», «18 Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας». Και μαζί στίχοι του Τάσου Λειβαδίτη και τραγούδια της εξορίας του Μίκη. Κι ο Μίκης τεράστιος υψώνονταν όρθιος πάνω από τα ερείπια των κολαστηρίων, τις αστιβιές και τα φίδια της Μακρονήσου που παρακολουθούσαν παραζαλισμένα από το θειάφι που είχε πέσει παντού σαν ξόρκι, το θαύμα και το τάμα της επιστροφής, της νίκης της Δημοκρατίας. Ο Μίκης τεράστιος πάνω από τους εχθρούς του.
Έψαξα να βρω το ρεπορτάζ και τον «Αυτόπτη Μάρτυρα» που είχα γράψει για τη συναυλία του Μίκη στην Ελευθεροτυπία». Δε βρήκα το απόκομμα κι η πολύτιμη για την ιστορία της Ελλάδας ψηφιακή πλατφόρμα της εφημερίδας έχει κατεβεί. Κάποιοι φοβόταν τα όσα είχε γράψει η εφημερίδα. Φοβόταν το τι σήμαινε για την Δημοκρατία στον τόπο η «Ελευθεροτυπία». Κι οι φωτογραφίες, φιλμ της εποχής, έμειναν στο αρχείο της εφημερίδας που ένας Θεός ξέρει πού και αν υπάρχει.
Το Μίκη όλα αυτά τα 18 χρόνια από τη συναυλία στο Μακρονήσι ως σήμερα δεν τον ξαναείδα. Και τη μέρα του συλλαλητηρίου για τη Μακεδονία στο Σύνταγμα που έτυχε να είμαι στην Αθήνα όταν άκουσα από τα μεγάφωνα να μιλά έφυγα τρέχοντας προς το Κολωνάκι να μην τον ακούσω.
Ήθελα να τον θυμάμαι, τον θυμάμαι όρθιο στο Μακρονήσι με μια φαρδιά χακί πουκαμίσα να τραγουδά «Τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας. Δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει». Ήθελα να λέω στα παιδιά μου και στα παιδιά των παιδιών μου πως κάποτε άκουσα στο Μακρονήσι το Μίκη Θεοδωράκη να τραγουδά ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου. Κι αυτό ήταν η δουλειά μου... Δουλειά από αυτές που στο φωτεινό το μέλλον θα κάνουμε όλοι.
Καλό δρόμο Μίκη.