Ένας ήρωας με παντόφλες…
ΤΑΣΟΣ ΖΕΡΒΑΣ. Όταν το 2004, 31 χρόνια μετά τη μάχη του Κιόνελι το βράδυ της 20ης Ιουλίου 1974, στο δρόμο Λευκωσίας – Κερύνειας συναντήθηκε με τον Επιλοχία ΑΝΔΡΕΑ ΣΟΛΩΜΟ στον οποίο έδωσε βαριά τραυματισμένος την τελευταία του διαταγή
Γράφει ο ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΑΛΑΣΚΑΣ Δημοσίευση 20/7/2019
Η σκηνή το μεσημέρι της Κυριακής 17 Απριλίου ρου 2004 ήταν πραγματικά συγκλονιστική για όσους τη ζήσαμε… Δυο μεσήλικοι άνδρες, ο ένας να κλαίει σα μωρό παιδί στην αγκαλιά του άλλου! Να τρέχουν τα δάκρυα από τα μάτια τους και κανείς να μην μπορεί να καταλάβει το γιατί ξαφνικά με το που είδε ο ένας τον άλλον χαθήκανε στις αγκαλιές τους, ετούτοι που φαινόταν τραχείς, σκληροί, άνδρες που είχαν βάλει κάτω τη ζωή και την παλεύανε ίσοι προς ίσον… Αμ δε…
Ο ένας από δαύτους γνωστός τότε. Μακαρίτης πια. Αναστάσιος Ζέρβας, ήρθε στη Μυτιλήνη πριν χρόνια σαν στρατιωτικός, αποστρατεύτηκε Ταξίαρχος, κι έμεινε στη Μυτιλήνη, «όπου γης και πατρίς», έγινε ο Τάσος της διπλανής πόρτας.
Ο άλλος άγνωστος, της παρέας που ήρθαν στη Μυτιλήνη για να τιμήσουν τον συμπολεμιστή τους λέει, τον Ασημάκη Μπουρέκα. 50άρης τότε, με τα μαλλιά να αρχίσουν να ακολουθούν το δρόμο με τις πολλές αναμνήσεις, κι ένα όνομα βαρύ σαν ιστορία που – ας επιμένει ο παππούς Κάρολος – επαναλαμβάνεται προπάντων σε ετούτη τη γενιά της γης. Ανδρέας Σολωμός. Από την Κεφαλονιά, ήρθε στη Μυτιλήνη ειδικά για να τιμήσει τον συμπολεμιστή του εκείνο τον άγριο Ιούλιο του 1974, τον Ασημάκη που επέστρεψε στην πατρίδα και γράφτηκε σαν ήρωας στον Πάνθεον της. «Τυχερός ο Ασημάκης… ετούτον τουλάχιστον θα τον θυμούνται…».
Στο δρόμο της επιστροφής
Και ξαφνικά, στην ώρα του τελευταίου καφέ πριν την αναχώρηση ένα ταξί σταμάτησε στο καφενείο, ο Τάσος της διπλανής πόρτας ξεχύνεται από μέσα, ο Ανδρέας παίρνει αμπάριζα οι δυο άνδρες χώνονται ο ένας μέσα στον άλλον να χωρέσουν θαρρείς 31 ολόκληρα χρόνια από τότες που βρέθηκαν για τελευταία στιγμή, ο ένας με το κεφάλι ανοιγμένο στα δυο από το θραύσμα ενός όλμου κι ο άλλος με τα μάτια του ανοιχτά να λαμβάνει θαρρείς και θέλει να την κρατήσει για πάντα την εντολή του τραυματία ίλαρχου του. «Τράβα πες στον Παυλάκο πως αναλαμβάνει τη διοίκηση. Εγώ τέλειωσα…». Μια λάμψη οβίδας που έσκασε παραπέρα φώτισε το ανοιγμένο κεφάλι του Ίλαρχου Ζέρβα. Ετούτο το κεφάλι που ο Επιλοχίας της 2ης Ίλης των τεθωρακισμένων της Ελληνικής Δύναμης Κύπρου εκείνο τον Ιούλιο ξαναέσφιγγε το μεσημέρι της περασμένης Κυριακής στο φως του ήλιου της Μυτιλήνης.
Έξω από το Κιόνελι
Το βράδυ Σαββάτου προς Κυριακή, 20 προς 21 Ιουλίου 1974, τα πέντε όλα κι όλα τεθωρακισμένα της 2ης Ίλης της ΕΛΔΥΚ που μπορούσαν να κινηθούν κινήσανε για να αποκόψουν την πορεία Τούρκων στρατιωτικών τμημάτων από την Κερύνεια προς τη Λευκωσία. Αντικειμενικός τους στόχος το Κιόνελι, ένα μικρό τουρκοχώρι στα βόρεια της Κυπριακής πρωτεύουσας. Ο διοικητής της Ίλης Ίλαρχος Αναστάσιος Ζέρβας, επιπόλαια τραυματισμένος από θραύσματα όλμων στις μάχες που από τα χαράματα είχαν προηγηθεί ήταν επικεφαλής της προσπάθειας. Πέρασαν την πρώτη τάφρο που ήξεραν ότι υπήρχε αλλά οι λανθασμένες πληροφορίες δεν τους επέτρεψαν να γνωρίζουν την ύπαρξη μιας δεύτερης τάφρου. Το προπορευόμενο άρμα με πλήρωμα ανάμεσα στους άλλους τον Επιλοχία της Ίλης Ανδρέα Σολωμό από την Κεφαλονιά, έπεσε μέσα στην τάφρο και ακινητοποιήθηκε. Στο σημείο αυτό με τα Ελληνικά τεθωρακισμένα να μην μπορούν να προχωρήσουν άλλο αρχίζει να βάλει εναντίον τους το Τουρκικό πυροβολικό. Τα Ελληνικά τεθωρακισμένα αρχίσουν να βάλουν κι αυτά. Ο Ζέρβας πετάγεται έξω από το τεθωρακισμένο στο οποίο ήταν και τρέχει κατά το ακινητοποιημένο στην τάφρο τεθωρακισμένο με τον Σολωμό. Δίνει οδηγίες για την απομάκρυνση κάποιων κινητών τμημάτων του ακινητοποιημένου τεθωρακισμένου ώστε στο σύνολο του αλλά προπάντων τα όπλα του να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τον αντίπαλο και υποχωρεί. Προς το τεθωρακισμένο στο οποίο επέβαινε για να συνεχίσει να μάχεται… Τον ακολουθεί ο Σολωμός κι όλο το άλλο πλήρωμα του ακινητοποιημένου οχήματος. Η νύχτα είναι μέρα από τις οβίδες που πέφτουν η μια μετά την άλλη. Ένα θραύσμα όλμου βρίσκει τον Ζέρβα στο κεφάλι. Τον πλημμυρίζει το αίμα… «Ένοιωθα λέει τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν. Δεν μπορούσα να δω από το δεξί μου μάτι, έχανα τις αισθήσεις μου. Ο Σολωμός ήταν δίπλα μου. Τράβα του είπα και πες στον Ίλαρχο Παυλάκο πως παραλαμβάνει τη διοίκηση της Ίλης. Εγώ τέλειωσα…».
Με το «Σαπφώ»
Ήταν τα τελευταία λόγια του Ίλαρχου Ζέρβα πριν χάσει τις αισθήσεις του. Ξυπνά ώρες μετά μέσα σε ένα άρμα μεταφοράς προσωπικού καθ’ οδόν προς το Νοσοκομείο της Λευκωσίας. Νοσηλεύθηκε βαριά τραυματισμένος στο κεφάλι και στο δεξί μάτι, μεταφέρθηκε στην Ελλάδα τραυματίας, καιρό μετά, με το επιταγμένο για τη μεταφορά τραυματιών πλοίο της Ναυτιλιακής Εταιρείας Λέσβου «ΣΑΠΦΩ». Επέστρεψε στην ενεργό δράση, ανέβηκε στα σκαλοπάτια της ιεραρχίας, έγινε Ταξίαρχος και αποστρατεύθηκε. Τα τελευταία χρόνια της θητείας του στη Μυτιλήνη κράτησαν τον Ταξίαρχο Ζέρβα στο νησί. Ήταν πια ο Τάσος…
Ο Ανδρέας Σολωμός έσυρε εκείνο το βράδυ του Σαββάτου προς Κυριακή, 20 προς 21 Ιουλίου 1974 τον Ίλαρχο του σε μια άκρη… Χωρίς να ξέρει αν ζούσε ή αν πέθανε έδωσε μαζί με τους άλλους συναδέλφους του τη μάχη των Τρώων γύρω από το άψυχο πτώμα του Έκτορα. Φρόντισαν όλοι μαζί για την μεταφορά τους από τους τραυματιοφορείς και πήρε κι αυτός το δρόμο της απαγκίστρωσης, εκεί πίσω από τη γραμμή που στα μέσα του Αύγουστου του 1974 έκοψε την Κύπρο στα δυο. Απολύθηκε πολλούς μήνες μετά, αλλά σφραγισμένος εφ’ όρου ζωής απ’ ότι έζησε στην Κύπρο το 1974. Μαζί με τη μάχη του για την επιβίωση ο Ανδρέας Σολωμός έδωσε τη μάχη του για να μην ξεχαστούν όσοι πολέμησαν το 1974 σε ετούτη την προδομένη υπόθεση της Κύπρου. Ταξίδεψε παντού όπου η μνήμη των συμπολεμιστών του και προπάντων των νεκρών συμπολεμιστών του το επιβάλει. Έως την Κυριακή το μεσημέρι, λίγο πριν την αναχώρηση του για την Αθήνα… Η μοίρα, 30 χρόνια, οκτώ μήνες και 27 μέρες μετά του επεφύλαξε μια συγκλονιστική εμπειρία. Τη συνάντηση του με τον Ίλαρχο εκείνο, εκείνης της βραδιάς…
Αντί επιλόγου…
Λένε κι είναι αλήθεια, πως σαν βρεθούν άντρες που υπηρέτησαν μαζί στο Στρατό βαριούνται όλοι οι γύρω τους από τις ίδιες και τις ίδιες ιστορίες εκείνων των ημερών της νιότης. Ο Ανδρέας Σολωμός και ο Τάσος Ζέρβας δεν μίλησαν. Γέμισαν τα μάτια των γύρω τους μαζί με τα δικά τους δάκρυα, δεν είναι λίγο να βλέπεις δυο άνδρες να διαλύονται ο ένας μέσα στον άλλον. Έσμιξαν για λίγο… Αντάλλαξαν τηλέφωνα, δε θα ξαναχαθούν είπαν, είχαν χρόνια να γεμίσουν τις μνήμες τους ξανά, να γεμίσουν τα 31 χρόνια που μεσολαβήσαν. Ο Τάσος Ζέρβας επέστρεψε στο σπίτι του, άλλος ένας ήρωας με παντόφλες σαν τον μοναδικό Λογοθετίδη σε εκείνη την μοναδική Ελληνική ταινία που πουλά το σπαθί του για να πληρώσει το ηλεκτρικό όταν ο προβολέας φωτίζει άπλετα το άγαλμα που του στήσανε λέει τιμής ένεκεν… Ο Τάσος Ζέρβας επέστρεψε στη σιωπή και στο δικαιολογημένο του παράπονο. Θα του απένειμαν λέει έναν πολεμικό σταυρό Γ΄ τάξης και ένα αναμνηστικό μετάλλιο για τη συμμετοχή του στις μάχες εκείνου του Ιουλίου. Η εφαρμογή του Διατάγματος ανεστάλη γιατί όλοι μπήκαν σε ένα τορβά, κι ετούτος κι ο Ντερτιλής, όσοι τίμησαν κι όσοι πρόδωσαν τον όρκο τους… Μάλλον έφυγε πικραμένος…