Εκατό μέρες, παρά κάτι (μέρος πρώτο)
Γράφει ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΛΑΔΙΤΗΣ
Από το NEWSROOM Δημοσίευση 12/10/2019
Συνηθίζεται. Όταν μια κυβέρνηση κλείνει τις πρώτες εκατό μέρες διακυβέρνησης να γίνεται ένας πρώτος, άτυπος απολογισμός. Έτσι, για να δείξει- να δούμε πώς τα πάει σε σχέση με αυτά που έλεγε και, σαν δείγμα γραφής, πώς θα τα πάει στη συνέχεια. Επειδή, λοιπόν, και η κυβέρνηση Μητσοτάκη αυτές τις μέρες κλείνει τις πρώτες εκατό μέρες της είπαμε να ρίξουμε μια ματιά στα πρώτα πεπραγμένα της και να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας.
Λοιπόν, καταρχήν ο κύριος Μητσοτάκης είναι απόλυτα συνεπής. Απόλυτα συνεπής σ’ αυτά που κάνει μ’ αυτά που δεν έλεγε μεν, αλλά υπονοούσε πως θα κάνει, μ’ αυτά που άφηνε να καταλάβουμε από τα συμφραζόμενα, μ’ αυτά που φοβότανε οι πολλοί και ήλπιζαν οι λίγοι.
Είναι απόλυτα συνεπής μ’ αυτά που’ χε κάνει τότε που ήταν μνημονιακός υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης- τίτλος, ε! – της τελευταίας κυβέρνησης Σαμαρά. Και βέβαια επίσης απόλυτα συνεπής στους φίλους του που τον στηρίξαν κι ελπίζει βεβαίως πως θα συνεχίσουν αν τον στηρίζουν.
Ας γίνουμε όμως πιο συγκεκριμένοι:
Γκουαϊδό: Θέλοντας να δώσει τα διαπιστευτήριά του στους υπερατλαντικούς πάτρονές του έσπευσε, αμέσως μόλις έγινε κυβέρνηση, να αναγνωρίσει τον Γκουαϊδό, έναν τυχοδιώκτη και εγκάθετο των Αμερικάνων ως προσωρινό πρόεδρο της Βενεζουέλας. Αποτέλεσμα; Να μη μπορούμε ως χώρα να στείλουμε το νέο μας πρεσβευτή στη Βενεζουέλα και να αναγκάζεται τώρα να στέλνει προξενήτρες στην πρεσβεία της Βενεζουέλας στην Αθήνα και να γλείψει εκεί που έφτυσε.
ΔΕΗ: Ήδη έχει κρεμάσει στα μανταλάκια τη ΔΕΗ, εξακολουθεί να διατυμπανίζει ότι τέτοια χάλια που έχει δεν πρόκειται να την πάρει κανένας, θα φροντίσει όμως εκείνος να τη σενιάρει και μετά, όσοι πιστοί προσέλθετε.
Άσυλο: Όχι, θα το άφηνε… Επιτέλους, τέρμα το πανεπιστημιακό άσυλο. Λες και προηγουμένως δεν υπήρχε δυνατότητα αστυνομικής παρέμβασης για παραβατικές συμπεριφορές. Όμως η ύπαρξη του πανεπιστημιακού ασύλου, μια πραγματικά δημοκρατική κατάκτηση, έπρεπε πάση θυσία και με κάθε πρόφαση να καταργηθεί.
Κοινότητες: Αφαίρεσε πόρους και αρμοδιότητες από τα κοινοτικά συμβούλια και τα κατέστησε διακοσμητικά στοιχεία, καρικατούρες τοπικής αυτοδιοίκησης, χωρίς κανένα σκοπό ύπαρξης, και βέβαια χωρίς λόγο και κίνητρο να ασχοληθεί κανείς μ’ αυτές.
ΚΕΘΕΑ: Το διέλυσε. Ένας απ’ τους ελάχιστους οργανισμούς που λειτουργούσε και παρήγαγε έργο χωρίς να επιβαρύνει ούτε με ένα σεντ το Ελληνικό κράτος, το διέλυσε. Ένας αυτοδιοικούμενος οργανισμός, παρήγαγε έργο ιδιαίτερα σημαντικό, τονίζουμε χωρίς να επιβαρύνει στο παραμικρό τον κρατικό προϋπολογισμό, και εν μία νυκτί, ο μη κρατιστής, να κάνει τον ΚΕΘΕΑ κρατικό οργανισμό, με ΔΣ διορισμένο και βέβαια αδρά αμειβόμενο. Αλήθεια, γιατί; Θα δώσει κάποια εξήγηση; Προπαντός στους ανθρώπους που είχαν και βέβαια εξακολουθούν να έχουν ανάγκη τις πολύτιμες υπηρεσίες του;
Αναπτυξιακό πολυνομοσχέδιο: Ένα τσουνάμι αντιλαϊκών μέτρων με σκοπό να μην αφήσει τίποτα όρθιο. Σαρώνει- καταργεί ουσιαστικά τις συλλογικές συμβάσεις. Καταργεί τη διαιτησία ως δεύτερο στάδιο διαπραγμάτευσης μεταξύ εργοδοτών κι εργαζομένων. Κλείνει το μάτι στην αδήλωτη εργασία. Φακελώνει εργαζόμενους και συνδικάτα και βάζει τον συνδικαλισμό στο γύψο. Ό,τι χρειάζεται δηλαδή η ανάπτυξη. Ναι, η ανάπτυξη των λίγων και η υπανάπτυξη των πολλών.
Όμως, εκτός από τα παραπάνω ολίγα, υπάρχει κι ένα διάχυτο κλίμα που διαμορφώνεται από την καθημερινή πρακτική ή μη της κυβέρνησης που αφήνει έντονα το αποτύπωμά της στην πολιτική ζωή της χώρας. Έτσι δεν μπορεί να περάσει ασχολίαστο το «επιτελικό κράτος» που έχει υλοποιηθεί ως «μητσοτακικό κράτος». Η πληθώρα των «αρίστων» που κατέλαβε τις κυβερνητικές και λοιπές καρέκλες.
Σε ό,τι αφορά στο προσφυγικό -ω, συγνώμη, λάθος! Στο μεταναστευτικό ήθελα να πω- αυτό που χαρακτηρίζει την κυβέρνηση είναι η αδυναμία; απραξία; χάσαμε το μπούσουλά μας; μας ήρθε ο ουρανός σφοντύλι; όπως θέλετε πέστε το. Μακεδονικό και «Μακεδονομάχοι»; Γελά και το εμπριμέ ερίφιον.
Και να σκεφτεί κανείς ότι όλα αυτά μόνο σε εκατό μέρες. Υπολόγισα δε ότι, κακώς εχόντων των πραγμάτων, μας περιμένουν άλλες δεκατέσσερις φορές εκατό μέρες και μ’ έπιασε απελπισία.