Θυμάσαι; Στους γέρους σαν έλεγες για τα κατορθώματα της ράτσας, σου έλεγαν «Σους ρε. Σους πια...». Τι να ήξεραν άραγε; Δε μπορεί, ξέραν... Δε ξηγιέται αλλιώς ετούτο το «σους». Ήταν σαν το «σους» που άκουγες στα τραπέζια σαν έμπαινε μέσα ο χαφιές του Χωροφύλακα ή ο τζανταρμάς. «Σους...» Σώπαινες κι εσύ. Αν κι εσύ δεν μίλαγες... Άκουγες. Μοναχά άκουγες. Άκουγες κι έγραφες στο μυαλό λέξεις, σχήματα, κινήσεις, μορφές, μορφασμούς, αέρα γιομάτο τσίκνα απ’ το λάδι της σαρδέλας στην αναμμένη πυρήνα, το ρακί που χυνόταν στο πάτωμα για τους αποθαμένους, το ρακί στο δάχτυλο του παππού «γλύψε να μάθεις τι θα γεύεσαι σαν γίνεις άνδρας...».
Έγινες το λοιπόν άνδρας. Άναψες ένα πρωί τσιγάρο, ήπιες και μονορούφι ένα ποτήρι ρακί σκέτο, έχωσες τα νύχια στη σάρκα του ποδαριού, ένιωσες τον έρωτα, μα για δες... Ακόμα αυτό το «σους...».
Θυμάσαι; Θυμάσαι τους γέρους στον καφενέ που σε γυρίζαν από ποδιά σε ποδιά γύρω τριγύρω στο μεγάλο μαγκάλι με το μαρμάρινο περβάζι όπου ακουμπάγαν τα ποτήρια με το ρακί και τη φέτα το ψωμί την ψημένη στην πυρήνα την περιχυμένη με λιόλαδο κι αλάτι, τις σαρδέλες, τις ελιές, τα κρομμύδια τα σπασμένα στο γόνατο;
Θυμάσαι; Θυμάσαι τα τραγούδια στη γλώσσα τ’ αλλουνού που έγινε εχθρός; Δε την καταλάβαινες τη γλώσσα τ’ αλλουνού. Εκεί την έμαθες… Εκεί μέσα… Στον καφενέ του Σκούφου.
Το 2006 έφυγε από τη ζωή, ο Γιώργος Σκούφος. Στέλεχος της κομμουνιστικής αριστεράς ο Γιώργος Σκούφος περασε στην ιστορία σαν ο τελυταίος αντάρτης του Δημοκρατικού Στρατού που παρέδωσε τα όπλα και κατέβηκε από το βουνό. Στις δεκαετίας του 1960 και του 1970 διατηρούσε στην αρχή της οδού Ζωοδόχου Πηγής, κοντά στο σπίτι του υπογράφοντος ένα καφενείο.