Ερωτευμένη με τη Μυτιλήνη
Γράφει η ΕΙΡΗΝΗ ΛΑΓΟΥΤΑΤΖΗ
Από το NEWSROOM Δημοσίευση 14/1/2020
Την ερωτεύομαι αυτή την πόλη, όσο πάει περισσότερο και με ερωτεύεται και αυτή, παράφορα’
Ο ήλιος δύει, αλλοιώνεται γλυκά στα νερά του λιμανιού και στα απέναντι βουνά, ίδια με βεγγαλικά πίσω από τη πλάτη του Αγίου Θεράποντα.
«Κοιτάξτε τα χρώματα στα νερά του λιμανιού παιδιά, δεν είναι εντυπωσιακά;» λέω στα μωρά μου.
Μια περαστική με κίτρινα ακουστικά στα αυτιά που προσποιείται πως δεν ακούει γυρίζει και μου χαμογελά στιγμιαία πριν χαθεί από μπροστά μου.
Γιατί όλα έχουν μια γρήγορη ροή στη πόλη της Μυτιλήνης. Τα χρώματα, οι άνθρωποι, τα αυτοκίνητα, οι μουσικές, οι μυρωδιές από τα μεζεδοπωλεία, τα πάντα είναι σε συνεχή κίνηση.
Αυτή η πόλη που περνά ανάλαφρα από την ακμή στην παρακμή και επανέρχεται μέσα στους αιώνες επιμένει να σου χαμογελά. Ίδια μαβί ανεμώνη αντέχει τη βραδινή καταιγίδα της ειμαρμένης ανασηκώνει το κεφάλι την αυγή της νέας εποχής και σου χαμογελά.
Πουθενά αλλού δεν υπάρχει τέτοιο συγκλονιστικό μοβ ροδί να βαφει τον ορίζοντα, τα νερά, τον αέρα.
Η μπάντα του στρατού παιανίζει από μακριά καθώς πλησιάζει την πλατεία Σαπφούς για την υποστολή της σημαίας, δυο προσφυγόπουλα δε θα ‘ναι πάνω από τριών χρονών, κουνούν το κεφάλι ρυθμικά και χαμογελούν, τους χαμογελώ και βλέπω τα μάτια του πατέρα τους να με κοιτούν με σοβαρότητα και ανησυχία.
Τα στρατευμένα νιάτα πλησιάζουν με άψογο βηματισμό, το πρόσωπό μιας καθαρής νεαρής Ελλάδας, σχεδόν άυλης, υπερήφανης και λιτής καταφθάνει. Εθνικός Ύμνος. Οι πάντες, λιγοστοί Έλληνες περαστικοί και περισσότεροι πρόσφυγες στεκόμαστε ακίνητοι, η σημαία διπλώνεται τελετουργικά μπρος στο μνημείο ενός ηρωικώς πεσόντα για την Πατρίδα. Ησυχία, μετά από ένα λεπτό κάποιοι χειροκροτούμε διακριτικά, ίσως να έκανα εγώ την αρχή.
Ένα ηχητικό ευχαριστώ στους νεκρούς που μας χάρισαν την Ελευθερία και τα νιάτα τους γίναν ηλιοβασιλέματα, στους ζωντανούς που στέκουν ομπρός μου σαν τους τριακόσιους του Λεωνίδα κρατώντας ψηλά μια αξιοπρέπεια που άλλοι μου τσαλαπάτησαν ελαφρά την καρδία.
Η τελετή λαμβάνει τέλος, η πομπή απομακρύνεται, η κίνηση στους δρόμους συνεχίζεται στους κανονικούς της ρυθμούς.
Όλοι ελπίζουν τούτο το απόγευμα στη πλατεία καθώς ο ήλιος ρίχνει τις τελευταίες ακτίνες ζεστασιάς γενναιόδωρα. Παντού ανασαίνω πατώ και ακουμπώ ελπίδες.
Ελπίδες διαβατάρικων πουλιών που παρακαλούν να φτάσουν τη φωλιά τους, ελπίδες του νησιού μου που στάθηκε μόνο και όρθιο, ελπίδες των αετών που ορκίστηκαν Πίστη στη Πατρίδα.
Μή δώσεις Θεέ μου να αντιπαλέψουμε τα στοιχειά της νύχτας, μη δώσεις να σβήσουν τα χαμόγελα.
Αυτή η πόλη όσο και να αλυχτούν οι σκύλοι και οι λύκοι, περπατά ελεύθερα χαμογελά με τα ομορφότερα πρόσωπα και δε φοβάται.
Μη δώσεις Θεέ μου να νικήσει το σκοτάδι.
Όμορφη Μυτιλήνη... Γεια χαρά