Σύγχρονα ελληνικά παραμύθια
Γράφει η ΕΥΑ ΜΑΝΤΖΑΡΗ
Δημοσίευση 29/2/2020
Όταν ήμουν μικρή και πήγαινα νηπιαγωγείο, θυμάμαι ένα και μοναδικό συγκεκριμένο παραμύθι που μας είχε διαβάσει η δασκάλα. Ήταν, λέει, σε μία πρωτόγονη κοινωνία, απ’ αυτές που οι άνθρωποι ρίχναν ένα δέρμα ζώου στα σκέλια τους και ξεμπέρδευαν με τις τυπικότητες της ένδυσης, της οποίας τα μέλη ζούσαν μία ήρεμη ζωή, φροντίζοντας τα ζώα και τη γη τους, φροντίζοντας όλοι μαζί τα παιδιά και τους μεγαλύτερους της κοινότητας τους.
Κάποια στιγμή, με αφορμή μια κάποια ύβρις, που δε θυμάμαι δυστυχώς, τα πήρε ο Θεός τους και τους επέβαλλε ένα πηχτό ατελείωτο σκοτάδι. Ο Ήλιος δεν ανέτειλε ποτέ, με αποτέλεσμα τα ζώα τους να τα χάσουν (όπως άλλωστε και οι ίδιοι οι άνθρωποι), εφόσον δεν ήξεραν πότε έπρεπε να κοιμηθούν και πότε να ξυπνάνε. Στα χωράφια δε μπορούσε να φυτρώσει ούτε σπυρί, από τη στιγμή που τα χώματα δε ζεσταίνονταν με τίποτα, κι άνθρωποι ήταν ανίκανοι να τα περιποιηθούν υπό το μαύρο ουρανό. Πού λόγος για φωτιά, έστω να βλέπουν ο ένας τη μούρη του άλλου, τα ‘χε κόψει κι αυτά ο Θεός. Τα ‘χε πάρει λέμε.
Οι περιγραφές της λύπης που βίωσαν για κείνο το κακό οι άνθρωποι του παραμυθιού, νομίζω ήταν αυτές που μου άφησαν τόσο ανεξίτηλο αυτό το παραμύθι. Χρόνια σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ, τι τελικά έπρεπε να κάνουν οι άνθρωποι για επιστρέψει ο Θεός τον Ήλιο πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Μερικά παραμύθια αργότερα, υποθέτω ότι για να αναιρέσει ο Θεός τέτοια βαριά κατάρα, θα έπρεπε οι άνθρωποι να κάνανε κάτι δραστικό. Να υπερέβησαν τους εαυτούς τους. Να άλλαξαν γνώμη σε αυτό που θεωρούσαν σωστό, αλλά τελικά έκανε τον Ήλιο να σβήσει.
Γιατί πόσο να ζήσει ο άνθρωπος σε τόσο πηχτό σκοτάδι; Θα αναγκαστεί να πάρει αποφάσεις. Για να μην τον κερδίσει ο φόβος.
Τα παραμύθια όμως, βγαίνουν από την ίδια τη ζωή. Και σκέφτομαι τα παραμύθια που ακούσαμε όλοι και όλες το τελευταίο εφτάμηνο για το μεταναστευτικό/ προσφυγικό. Για το πώς η ΝΔ θα διαχειρίζοταν την κατάσταση τόσο άριστα με ένα δόγμα που στο επίκεντρο του θα είχε την “ασφάλεια” και το “νόμο”. Για το πώς οι πρόσφυγες μας κλέβουν τις δουλειές, ξεχνώντας φυσικά ότι για τους νέους και τις νέες, δουλειές υπάρχουν μόνο στο εξωτερικό ή μαύρες και μες την ανασφάλεια. Για το πώς οι πρόσφυγες κι οι εξαθλιωμένοι είναι αυτοί που μας τρώνε το ψωμί, και όχι οι τοκογλυφικές τράπεζες που έχουν στηθεί στη γωνία και περιμένουν τον κάθε καημένο που δεν έχει να πληρώσει μία δόση για να του πάρουν το σπίτι σαν τ’ αρπακτικά.
Τα παραμύθια για το ότι ο τόπος μας “αλλώθηκε” από βαρβάρους, ενώ η βαρβαρότητα του ισχνού μεροκάματου, των υποστελεχωμένων νοσοκομείων, της ανεργίας και της μετανάστευσης για τη νέα γενιά φαίνεται να είναι εγχώριο προϊόν που δεν πέρασε τα σύνορα μας μέσα σε μια βάρκα. Ήρθε με υπογραφές μνημονίων και συμφωνιών και σε πολλές περιπτώσεις, με τη σιωπή του “λεβέντη” ελληνικού λαού.
“Παιδιά, δεν έχουμε λεφτά για δουλειές και θέσεις εργασίας, έχουμε όμως λεφτά να στέλνουμε στο ΝΑΤΟ, να βομβαρδίζει χώρες και να μας φτιάξει τον απαραίτητο “εχθρό” να ξεχνάτε ότι περνάμε νομοσχέδιο με το οποίο σύνταξη θα δείτε μόνο στα όνειρα σας”.
Ήρθε ο καιρός, να αφήσουμε τα παραμύθια να κοιμίζουν τα παιδιά και να διδάσκουν τους μεγάλους. Ακόμα, όμως, δε μπορώ να θυμηθώ τι έκαναν εκείνοι οι πρωτόγονοι ανθρώποι να ξαναφέρουν το φως στη ζωή τους. Το σίγουρο είναι ότι δεν άντεξαν το τόσο πηχτό σκοτάδι.
Γιατί, λοιπόν, να το αντέξουμε εμείς;