Ρωσία και Ιράν κλείνουν τον δρόμο στον τουρκικό επεκτατισμό
Με τη νέα εκεχειρία που τέθηκε σε ισχύ από τα μεσάνυχτα
Γράφει η ΜΑΡΙΑ ΛΙΛΑ Δημοσίευση 6/3/2020
Με τη νέα εκεχειρία που τέθηκε σε ισχύ από τα μεσάνυχτα, στην συριακή επαρχία του Ιντλίμπ, Μόσχα και Τεχεράνη φαίνεται να περιορίζουν δραστικά τις επεκτατικές βλέψεις της Άγκυρας δίνοντας τον απαραίτητο χρόνο, αφενός για την ανασύνταξη των στρατιωτικών δυνάμεων της Δαμασκού κι αφετέρου για την επαναλειτουργία των δύο μεγάλων αυτοκινητοδρόμων Μ4 και Μ5.
Προσερχόμενος στη συνάντηση που είχε σήμερα στη Μόσχα με τον Ερντογάν, ο Ρώσος πρόεδρος τόνισε πως οι δύο χώρες πρέπει να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να αποφύγουν γεγονότα που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τις διμερείς τους σχέσεις κι εξέφρασε τα συλλυπητήριά του για τους Τούρκους στρατιώτες που σκοτώθηκαν στην επαρχία Ιντλίμπ της Συρίας, σημειώνοντας, όμως, ότι και οι συριακές ένοπλες δυνάμεις έχουν υποστεί σημαντικές απώλειες.
«Δυστυχώς, οι συριακές ένοπλες δυνάμεις υπέστησαν σοβαρές απώλειες. Και γι’ αυτό θα πρέπει να συζητήσουμε ολόκληρη την κατάσταση όπως διαμορφώνεται αυτή τη στιγμή» ανέφερε ο Πούτιν ξεκαθαρίζοντας εξ αρχής ότι οι ρωσικές δυνάμεις που στηρίζουν, εδώ και χρόνια, τον πρόεδρο της χώρας Μπασάρ Αλ Άσαντ για την ανάκτηση του συνόλου των εδαφών της συριακής επικράτειας δεν γνώριζαν την ύπαρξη τουρκικού στρατού σε αυτήν.
Η πολυμελής τουρκική αντιπροσωπεία που συνόδευε τον Τούρκο πρόεδρο, περίμενε για περισσότερο από πέντε ώρες, τα αποτελέσματα της διαπραγμάτευσης που γινόταν στο Κρεμλίνο και για την οποία η Άγκυρα έτρεφε μεγάλες προσδοκίες, καθώς ήθελε να επιβάλλει τους δικούς της όρους, μέσω και της επονομαζόμενης επιχείρησης «Ασπίδα της Άνοιξης», που ξεκίνησε την 1η Μαρτίου.
Ήταν η τέταρτη κατά σειρά στρατιωτική της επίθεση στη Συρία κι αυτή τη φορά πραγματοποιήθηκε για να στηρίξει ανοιχτά τον τελευταίο θύλακα των ανταρτών τζιχαντιστών που μάχονται τον Άσαντ στην περιοχή του Ιντλίμπ, με αφορμή τον θάνατο δεκάδων στρατιωτών της, την τελευταία εβδομάδα του Φεβρουαρίου, κατά τη διάρκεια αεροπορικής επιδρομής.
Το Ιράν, αμέσως μετά την αναζωπύρωση των συγκρούσεων, είχε ζητήσει νέα συνάντηση των τριών ηγετών (Πούτιν-Ροχανί-Ερντογάν) στο πλαίσιο της ζώνης αποκλιμάκωσης που είχε συμφωνηθεί στην Αστάνα, καθώς πέραν των συριακών δυνάμεων που δέχονταν τα τουρκικά πυρά, υπήρχαν και θύματα από την πλευρά των μαχητών της Χεζμπολάχ και Σιιτών πολιτοφυλάκων με καταγωγή από το Πακιστάν και το Αφγανιστάν.
Όλες αυτές τις ομάδες που στηρίζουν το καθεστώς Άσαντ, θέλησε να εκπροσωπήσει αυτή τη φορά μονομερώς το Κρεμλίνο, φιλοξενώντας στα όρθια και κάτω από το άγαλμα της Μεγάλης Αικατερίνης την πολυμελή τουρκική αντιπροσωπεία, η οποία παρακολουθούσε με αγωνία το διπλωματικό μπρα-ντε-φέρ του Πούτιν με τον Ερντογάν.
Κακεντρεχείς στο twitter έκριναν ως συμβολική τη θέση που κατέλαβαν οι Τούρκοι, επειδή η τσαρίνα της ρωσικής αυτοκρατορίας είχε νικήσει πολλές φορές τον στρατό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, κατά τον 18ο αιώνα.
Μιάμιση ώρα κράτησε η κατ’ ιδίαν συνάντηση των δύο προέδρων και τις υπόλοιπες πέντε ώρες έγιναν διευρυμένες συσκέψεις.
Το αποτέλεσμα ήταν μία ακόμη εκεχειρία στη βορειοδυτική Συρία, παρά την έντονη λεκτική αντιπαράθεση των δύο ανδρών μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες και το πλούσιο διπλωματικό, οικονομικό και στρατιωτικό παρασκήνιο.
Σύμφωνα, λοιπόν, με το κοινό ανακοινωθέν, στο οποίο κατέληξαν και ισχύει από τις 00:01 της 6ης Μαρτίου του 2020, στη λεγόμενη ζώνη αποκλιμάκωσης του Ιντλίμπ, σταματούν όλες οι συγκρούσεις και εφαρμόζεται κατάπαυση του πυρός, προκειμένου να δημιουργηθεί διάδρομος ασφαλείας, έξι χιλιομέτρων βορείως και νοτίως, αντίστοιχα, του αυτοκινητοδρόμου Μ4.
Οι ειδικότεροι όροι και οι προϋποθέσεις για την επαναλειτουργία του, αναμένεται να ανακοινωθούν εντός επτά ημερών, ως αποτέλεσμα μιας παράγωγης κοινής συμφωνίας, στην οποία θα πρέπει να έχουν καταλήξει μέχρι τότε, τα υπουργεία Άμυνας της Ρωσίας και της Τουρκίας, ώστε στις 15 Μαρτίου του 2020, να είναι σε θέση να ξεκινήσουν κοινές περιπολίες οι δύο χώρες, από τον οικισμό Τρούμπα, που βρίσκεται σε απόσταση δύο χιλιομέτρων από την πόλη Σαρακέμπ, έως το οικισμό Αίν Ελ Χαμπρ.
«Η Μόσχα και η Άγκυρα διακηρύσσουν, ακόμη, την αποφασιστικότητα τους να εξαλείψουν όλες τις τρομοκρατικές ομάδες, καθώς οι απειλές σε βάρος πολιτών και υποδομών δεν μπορούν να δικαιολογηθούν με οποιεσδήποτε προφάσεις».
Αυτό αναφέρει το κείμενο της συμφωνίας, που διάβασε ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ, μετά τις δηλώσεις στις οποίες προέβησαν οι πρόεδροι των δύο χωρών και το οποίο επισημαίνει ρητά και κατηγορηματικά ότι η Ρωσία και η Τουρκία τάσσονται υπέρ της κυριαρχίας, της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας.
Στο ίδιο κείμενο σημειώνεται ότι «η διένεξη στη Συρία δεν μπορεί να έχει στρατιωτική λύση και πρέπει να διευθετηθεί μέσα από μία πολιτική διαδικασία, που θα υιοθετήσουν και θα υλοποιήσουν οι ίδιοι οι Σύροι, σύμφωνα με την απόφαση 2254 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ».
Νωρίτερα, εξάλλου, η Δαμασκός είχε ανακοινώσει πως είναι έτοιμη να αποκαταστήσει τις σχέσεις της με την Άγκυρα αν ο Τούρκος πρόεδρος σταματήσει να στηρίζει τρομοκράτες.
Διόλου τυχαίο, άλλωστε, το γεγονός ότι ο Σύρος πρόεδρος Μπασάρ Αλ Άσαντ παραχωρούσε συνέντευξη στο ρωσικό τηλεοπτικό δίκτυο «Rossiya-24», σχεδόν την ίδια στιγμή που γίνονταν οι κοινές δηλώσεις Πούτιν και Ερντογάν για την κατάσταση στο Ιντλίμπ.
«Ο κοινός μας στόχος με τη Ρωσία είναι να απομακρύνουμε την Τουρκία από τη στήριξη τρομοκρατών και να την επαναφέρουμε στη φυσική της θέση» είχε πει ο Άσαντ. Σύμφωνα με τον Σύρο πρόεδρο δεν υπάρχει εχθρότητα μεταξύ των λαών των δύο χωρών και οι εντάσεις αφορούν αντικρουόμενα πολιτικά συμφέροντα, τα οποία και οδήγησαν στη διακοπή των διπλωματικών τους σχέσεων το 2012, ένα χρόνο μετά το ξέσπασμα του εμφυλίου στη χώρα του.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το καθεστώς Ερντογάν ήθελε να προσαρτήσει -με την έννοια του πλήρους ελέγχου- την συριακή επαρχία του Ιντλίμπ με πρόσχημα την τρομοκρατία και τον επαναπατρισμό Σύρων προσφύγων, όπως έκανε και με τα εδάφη που βρίσκονταν κάτω από τον έλεγχο των Κούρδων της Συρίας, οι οποίοι μέχρι το 2018, είχαν την έμπρακτη στήριξη των ΗΠΑ.
Η τουρκική επιχείρηση στο Αφρίν με την οξύμωρη ονομασία «Κλάδος Ελαίας» ήταν πέρα από καταστροφική για τον άμαχο κουρδικό πληθυσμό, εφαλτήριο για τον τουρκικό επεκτατισμό στη Συρία, τον οποίο παρουσίαζε ως ζήτημα προστασίας της ασφάλειας της χώρας του ο Ερντογάν χωρίς να πείθει, ωστόσο, κανέναν.
Ακολούθησε ο οικονομικός πόλεμος από τον Λευκό Οίκο, που εστίασε κυρίως στην αδυναμία του εθνικού νομίσματος της Τουρκίας στις διεθνείς αγορές και την κακοδιοίκηση της οικογενειοκρατίας που είχε γίνει πλέον καθεστώς, προκαλώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και σε διπλωματικό επίπεδο.
Κατασκευάστηκαν εχθροί εντός και εκτός των τουρκικών συνόρων για να επανέλθει δριμύτερος ο εθνικισμός μαζί με την πίστη στον Αλλάχ και να σταματήσει κάθε είδους αντίσταση και αντίδραση στον αδιαφιλονίκητο για μία εικοσαετία ηγέτη της χώρας, που κυβερνά πλέον με σιδηρά πυγμή, καταπατώντας κάθε έννοια δικαίου, ανθρωπισμού και πολιτικής ελευθερίας.
Και δυστυχώς δεν είναι ο μόνος. Οι παραλληλισμοί και οι ομοιότητες που συναντά κανείς συγκρίνοντας μόνο τα πολιτεύματα των χωρών, που εμπλέκονται στην πολυετή συριακή κρίση (Ρωσία-ΗΠΑ-Συρία-Ιράν-Τουρκία-Ισραήλ) είναι πολλοί και δυσοίωνοι.
Αν προστεθούν, μάλιστα, στα παραπάνω τα οικονομικά συμφέροντα που αντιπροσωπεύουν αυτές οι χώρες μαζί με την κρυφή ατζέντα των επιμέρους συμμαχιών και επιδιώξεών τους, τότε θεωρείται, σχεδόν βέβαιη, η πρόβλεψη ότι ούτε αυτή η εκεχειρία θα μακροημερεύσει, σε αντίθεση με τον πόλεμο, που παραμένει κοινός τόπος για ολόκληρη