× Στο Νησί
SOCIAL MEDIA

«Το Μπλοκ 15»

Απόσπασμα από τη μαρτυρία του Παναγιώτη Σαμάρα. Από το έργο «Το Μπλοκ 15 - Χρονικόν Κατοχής» (Μυτιλήνη 1950)

Από το NEWSROOM Δημοσίευση 1/5/2020

«Το Μπλοκ 15»

Κ’ οι μέρες κυλούσαν αργά κ’ οι ώρες μας φαίνονταν χρόνια. Πόσο αργεί, αλήθεια, η ώρα στη φυλακή! Μια μέρα στη φυλακή ήταν για μας ένας αιώνας, μια ζωή. Κάθε πρωί γενιούμασταν, κάθε βράδι πεθαίναμε. Το πρωί το κορμί ξυπνούσε φρέσκο και λαφρύ. Θαρρείς πώς ξανάνιωνε. Το βράδι γίνονταν πτώμα.

Αλήθεια γιατί στη φυλακή, το βράδι σκεβρώνει και βαραίνει τόσο το κορμί; Η ψυχή λεύτερη και δυνατή αντέχει πιότερο, αντιδρά και του δίνει κουράγιο μ’ αυτό τίποτα, ούτε θέλει ούτε μπορεί ν' ακούσει. Βαριέται και να κινηθή. Σαν γερασμένο ψωριάρικο και πληγιασμένο άλογο περιμένει μοιρολατρικά το θάνατο σαν λυτρωτή.

Έξω ο κόσμος μια φορά ζει και μια φορά πεθαίνει στη ζωή του. Εκεί μέσα τα πιο πολλά μερόνυχτα οι μελλοθάνατοι χίλιες φορές ζούσαν και χίλιες φορές πέθαιναν. Τόσο πολλές ήταν οι διαδοχικές μεταπτώσεις τους, απ’ τη χαρά στη λύπη, απ’ την ελπίδα στην απογοήτευση. Εκεί μέσα ένιωθε καθένας κάθε ώρα, κάθε στιγμή τα βάσανα της μαύρης, της πικρής σκλαβιάς και την αξία και τη γλύκα της έξω της ελεύθερης ζωής. Και το μαρτύριο συνεχιζόταν ως πού κάποιο βράδι έσβηναν όλα για πάντα.

Πόσο αλήθεια μικρό πράγμα είνε η ζωή και πόσο ασήμαντος ο θάνατος...Και πόσο εύκολα εξοικειώνεται κανένας και με τα δυο...

Τα βράδια μας ήταν πάντα βαρειά, σιωπηλά και θλιμμένα. Μόλις έπεφτε ο ήλιος ένας αέρας ανήσυχος και βαρύς, σκορπίζονταν στη μουχλιασμένη μας ατμόσφαιρα, και μια βαθειά σιωπή βασίλευε μέσα στο κελί. Όλοι σωπαίνανε. Μήτε αναπνοή δεν ακουγόταν. Ένα αλλόκοτο βάρος, μια βαρειά πλάκα αγωνίας πλάκωνε τα στήθια μας.

Σκοτείνιαζε, κ’ η ώρα της κλούβας πλησίαζε. Τέτια ώρα συνήθιζαν τις τελευταίες μέρες να παίρνουν τους κατάδικους για την εκτέλεση. Το τι αισθανόμαστε αυτές τις ώρες είνε αδύνατο να περιγράφει. Νιώθαμε τέτια ώρα κάθε βράδι, το φόβο του θανάτου, πού φτερούγιζε άγριος κι απειλητικός πάνω απ' τα κεφάλια μας, ανάκατο μένα ακαθόριστο ηδονικό μούδιασμα του κορμιού κι αισθανόμαστε ένα άγνωστο ως τώρα και παράξενο ηδονισμό να πλημμυρά το πονεμένο είναι μας. Και μια απαίσια σκέψη, ένα εφιαλτικό ρώτημα, στριφογύριζε διαρκώς στο μυαλό μας. Άρα γε θα πάρουν απόψε; Θεέ μου, βάλε το χέρι σου, να μην έλθουν. Και το χτυποκάρδι μεγάλωνε. Ως πού κάποια στιγμή ακούγονταν απ' το σιδερόφραχτο ψηλό παράθυρο η φωνή του κράχτη "έρχεται" !

Ήταν η κλούβα πού θάπαιρνε τους μελλοθάνατους. Ακουγόταν τώρα και το απαίσιο μούγκρισμα της μηχανής της. Σε λίγο σταματούσε στη πόρτα του Μπλοκ μας. Κανείς δε μιλούσε. Μόνο πού τα χτυποκάρδια ήταν πιο έντονα. Τις πιότερες φορές η κλούβα μας εύρισκε πλαγιασμένους. Με το «έρχεται» του κράχτη οι πλαγιασμένοι κατάδικοι σαν από σύνθημα βρισκόταν στο πόδι κι άρχιζαν να ετοιμάζονται. Δεν ήξεραν που θάπεφτε ο κλήρος απόψε κι ετοιμάζονταν όλοι. Στο διάδρομο ακουγόταν οι μπότες των Γερμανών πού πλησίαζαν. Θόρυβος στα σίδερα κι ή πόρτα άνοιγε με πάταγο.

Ήταν οι φρουροί με τ’ αυτόματα κι ο διοικητής με το μαυροπίνακα της βραδιάς στο χέρι. Στεκόταν στη πόρτα του κελλιού μας και φώναζε τα ονόματα των τυχερών της βραδιάς. Αυτών πού δε θα ζούσαν πια αύριο. Πού δε θα ξανάβλεπαν το φως της μέρας. Πού έφευγαν χωρίς ν' αποχαιρετήσουν τους δικούς τους. Ο καθένας πού άκουγε το όνομά του έπρεπε, φωνάζοντας παρών, να προφθάσει να βγει έξω, προτού ο διοικητής φωνάξει άλλο όνομα. Αν αργούσε πήγαινε στον άλλον κόσμο δαρμένος και σακατεμένος.

Απ' τους μελλοθάνατους άλλοι, οι πιότεροι, έφευγαν ψύχραιμοι και θαρρετοί αποχαιρετώντας μας μένα ολόψυχο και φωναχτό γειά σας παιδιά, κι άλλοι βουβοί και θλιμμένοι. Μα όλοι χωρίς παράπονο, χωρίς δάκρυ. Άλλως τε ο θάνατος δεν μας εύρισκε ολότελα ανέτοιμους. Χωρίς αμφιβολία ήταν φοβερός κι ανεπιθύμητος. Το λέγαμε κάθε μέρα. Και με τα τόσα βάσανα πάλι η ζωή γλυκεία ναι. Μα όχι και ξαφνικός. Αφού μας θυμόταν τόσα συχνά. Κι αφού πεθαίναμε σχεδόν κάθε βράδι. Ο κατάλογος των θυμάτων τέλειωνε γι' απόψε κι η πόρτα έκλεινε πίσω τους βαρειά.

Και μεις μέναμε ακόμα κατάπληκτοι, άφωνοι και πιότερο θλιμμένοι για τους άδικα χαμένους συντρόφους μας. Ήταν στιγμές πού το τρομαγμένο μυαλό σταματούσε. Δεν έκανε καμμιά σκέψη. Δεν είχε καμμιά επιθυμία ούτε κι' άρνηση. Μα ήταν στιγμές. Μόνον στιγμές. Κι όταν οι μελλοθάνατοι σύντροφοι μας, ταυτόχρονα με το ξεκίνημα της κλούβας άρχιζαν να τραγουδούν το Σουλιώτικο «Έχε γειά καϋμένε κόσμε...». Τότε πια έπεφτε από πάνω μας ο βραχνάς πού μας πλάκωνε. Και συνερχόμαστε. Κι ανασαίναμε.

Και νιώθαμε μια κρυφή ζήλεια και περηφάνεια και καμαρώναμε σαν Έλληνες τους Έλληνες ήρωες, πού περιφρονούσαν το θάνατο, κ' η πίστη μας στο υπεράνθρωπο μεγαλείο της μικρής αυτής χώρας, στο θαύμα αυτό πού λέγεται Ελλάδα, χαλυβδωνόταν. Κ' η θυσία μας έπαιρνε νόημα.

Και το περήφανο εθνικό αίσθημα θέριευε μέσα μας κι έπνιγε το προηγούμενο και ταπεινό του φιλοτομαρισμού και της αλόγιστης φιλαυτίας, πού για μια στιγμή ανθρώπινης αδυναμίας μας είχε άθελα κυριέψει και μας είχε θολώσει το νου.

Κι έτσι σε λίγες στιγμές το μικρό ατομικό εγώ έσβυνε και χανόταν στο κοινό μεγάλο εγώ του Έλληνα αγωνιστή, πού θυσιάζεται για τη λευτεριά και την τιμή της πατρίδας του.

Κι ώρες-ώρες πια τα καρδιοχτύπια μας άλλαζαν ρυθμό. Άλλαζαν περιεχόμενο. Κι ενώ πρώτα καρδιοχτυπούσαμε τις τραγικές αυτές στιγμές, από μια έντονη λαχτάρα κι' αγάπη προς τη ζωή, τώρα πια, ύστερα από μερικές εκτελέσεις, συνηθίζαμε και δίνοντας νόημα στη θυσία μας το παίρναμε απόφαση. Κι έρχονταν μια μέρα, κι έφθανε ένα βράδι, που εμείς οι ίδιοι, ακούγοντας τη μοιραία, την τραγική στιγμή, απ' το φαρμακερό στόμα του Γερμανού διοικητή, τα ονόματα των μελλοθανάτων συντρόφων μας, δεν τρομάζαμε πια, μα ζηλεύαμε και παραπονιόμαστε γιατί ο θάνατος δεν έκρινε κι εμάς άξιους για τη μεγάλη αυτή θυσία.

Πήραν κι απόψε. Ως αύριο βράδι ποιος ξέρει τι μπορεί να γίνει. Κάθε πρωί ελπίζαμε. Και κάθε βράδι, πέφταμε σε μια λιγόστιγμη απαισιοδοξία. Όλη τη μέρα ως πού βράδιαζε η ελπίδα μας δυνάμωνε και μας κρατούσε. Και τι ελπίζαμε; Τι περιμέναμε; Το θαύμα. Μόνο ένα θαύμα μπορούσε να μας γλυτώσει απ' τον καθημερινό θάνατο. Κι ελπίζαμε στο θαύμα.

Τελευταία μάλιστα κάτι ευχάριστα ψιθυριζόταν από στόμα σε στόμα. Η γοργόφτερη φήμη πού πέταξε χαρούμενη σε όλα τα κελιά του Χαϊδαρίου τέτια λόγια σκορπούσε. Έλληνες πατριώτες πού σαπίζετε στις σκοτεινές φυλακές των Ούννων. Κάντε κουράγιο. Ο τρικέφαλος φασισμός ξεψυχά. Οι ελευθερωτές πλησιάζουν. Οι Γερμανοί ετοιμάζονται. Φεύγουν...

Ο Παναγιώτης Σαμάρας μετά την αποφυλάκισή του

Η συγκλονιστική μαρτυρία του Παναγιώτη Σαμάρα (1906-1985) γνωστού Λέσβιου εκπαιδευτικού που έζησε τη φρίκη του Ναζιστικού Στρατοπέδου Χαϊδαρίου ως «προθαλάμου» των εκτελέσεων. Το απόσπασμα είναι από το περιοδικό «Παιδαγωγικό Βήμα Αιγαίου», Μυτιλήνη 2002.  Περιλαμβάνεται σε αφιέρωμα της ομάδας «Φίλοι Ιστορικής Μνήμης και Πολιτιστικής Δημιουργίας» Τηρήθηκε η ορθογραφία του φιλόλογου συγγραφέα.

 

 

ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ
Tο stonisi.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση.

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ