Ελευθέρια Λέσβου, ένα αθησαύριστο ποίημα
Γράφει ο ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΚΑΛΑΡΓΑΛΗΣ
Δημοσίευση 8/11/2021
Με την απελευθέρωση της Λέσβου το 1912 αρκετοί Λέσβιοι, λόγιοι, δημοσιογράφοι, ποιητές, πεζογράφοι έγραψαν λογοτεχνικά και δημοσιογραφικά κείμενα για το σημαντικό αυτό γεγονός. Αυτά δημοσιεύθηκαν στις λεσβιακές εφημερίδες και περιοδικά της εποχής. Μερικά, από αυτά, είναι απομνημονεύματα τα οποία δημοσιεύθηκαν αργότερα. Με το δημοσιογραφικό άρθρο, την ανταπόκριση, το ποίημα, το χρονογράφημα, το χρονικό αποτύπωσαν οι λόγιοι της Λεσβιακής Άνοιξης, στις εφημερίδες, την Απελευθέρωση της Λέσβου το 1912.
Οι ποιητές και οι χρονογράφοι της Λέσβου εκφράζουν με στίχους και χρονογραφήματα τη χαρά, τον ενθουσιασμό, το συναίσθημα του ελεύθερου ανθρώπου. Απλά στιγμιότυπα, καθημερινές ασχολίες, επακόλουθα του αποδιωγμού του κατακτητή καταγράφονται παράλληλα με την ευγνωμοσύνη και υμνητικούς στίχους.
Οι λόγιοι της Λεσβιακής Άνοιξης, με τα κείμενά τους αυτά, πρόσθεσαν σημαντικά τεκμήρια γραπτού λόγου και τοπικής Ιστορίας στη γραμματεία της Λέσβου.
Ο γράφων αποθησαύρισε 67 κείμενα, γραμμένα από 38 συντάκτες και εκδόθηκαν το 2012, στα εκατόχρονα της απελευθέρωσης της Λέσβου, από τις εκδόσεις «Εντελέχεια». Μετά την έκδοση εντοπίστηκαν άλλα 11 κείμενα, τα οποία μπορούν να συμπεριληφθούν σε μελλοντική, νέα, έκδοση.
Σήμερα παρουσιάζεται ένα αθησαύριστο ποίημα γραμμένο το 1914, από τον Θείελπη Λευκία.
Τότε ήταν 16 χρονών, μαθητής του Γυμνασίου Μυτιλήνης. Απαγγέλθηκε από τον επιστήθιο φίλο του Στρατή Παρασκευαΐδη στον εορτασμό των δύο χρόνων των Ελευθερίων της Λέσβου. Την παρουσίαση του ποιήματος έκανε ο Στράτης Μυριβήλης από τη στήλη «Στα Πεταχτά» της εφημερίδας «Σάλπιγξ», στις 11 Νοεμβρίου.
Γράφει μεταξύ των άλλων: «Σας παραθέτω μερικούς στίχους από το τραγούδι που απήγγειλε ένας τελειόφοιτος στους ήρωας της Κλαπάδος. Αν υστερεί σε ρίμα είναι ωραίο στις ιδέες και έχει αρκετή πρωτοτυπία. Δεν αξίζει ένα μπράβο; Άλλη φορά οι τελειόφοιτοι προσπαθούσαν να μιμηθούν του ’’Κυψελίδας’’ του Βερναρδάκη».
Την πατρότητα του ποιήματος έκανε ο Βαγγέλης Καραγιάννης, με δημοσίευμά του στο περιοδικό «Αιολικά Γράμματα», (τχ.27, Μάης – Ιούνης 1975). Εκεί δημοσιεύει αποσπάσματα από επιστολή του Λευκία προς τον πατέρα του, όπου μεταξύ των άλλων του γράφει για το ποίημα πως «έκαμε αρίστην εντύπωσιν, με συνεχάρησαν οι καθηγηταί μου και οι μαθηταί με αποθέωσαν». Μαζί του στέλνει και φύλλο της Σάλπιγγος όπου δημοσιεύθηκε το ποίημα. Παραθέτω το ποίημα.
Τι κι αν πεθάνανε τα σώματα;
Του Θείελπη Λευκία
Τι κι αν πεθάνανε τα σώματα; Η ζωή Σας
κι αν χάθηκε; Ευγενικά η Δόξα Σας φιλεί.
Και μέσα στη βαθειά της αγκαλιά η γη,
Δεν την χωράει την εκδικήτρα την ψυχή σας.
Γκρεμίστηκαν συντρίμμια οι βωμοί
Της Σκλαβιάς στην δίκαιη οργή Σας
Ω, των αρχαίων χρόνων γιγάντοι μυθικοί.
Γκρεμίστηκαν συντρίμματα. Μα ο βοριάς
Έπαψε να μουγκρίζει της παληκαριάς
Μέσα στα στήθη Σας τ’ αντρειωμένα,
Γιατί ανοίχτηκεν η πόρτα του θανάτου,
Και σμίξατε ο καθένας την καρδιά του,
Με τις καρδιές των ηρώων του Εικοσιένα.