Τσίπουρο: «Εις το πυρ το εξώτερον»;
Γράφει ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΛΑΔΙΤΗΣ*
Δημοσίευση 8/10/2022
Αν το κρασί είναι το δώρο του Διόνυσου στην ανθρωπότητα, το τσίπουρο είναι το αποτέλεσμα του πολιτισμού της φτώχειας και της εφευρετικότητας των απλών ανθρώπων.
Έχοντας την έγνοια να μη πάει τίποτα χαμένο από το αμπέλι και να αξιοποιήσουν ακόμα και τα υπολείμματα της παραγωγής του κρασιού, κάποιοι φωτισμένοι άνθρωποι δημιούργησαν την απόσταξη, κι από ήρθε κι η ανακάλυψη του τσίπουρου.
Τσίπουρο στην Ελλάδα -και ρακή, και τσικουδιά, και σούμα, και ούζο - γκράπα στην Ιταλία, αράκ στη Μέση Ανατολή, ζιβανία στη Κύπρο, είναι όλα αποστάγματα με βάση το σταφύλι.
Έτσι, λοιπόν, ξεκίνησε το τσίπουρο, σαν ανάγκη του αμπελουργού να μη πάει τίποτα χαμένο. Και το τσίπουρο για αιώνες - πρώτες ενδείξεις απόσταξης στη Κρήτη το 500 πχ και η ρακή ξεκινά τη πορεία της κατά την τουρκοκρατία, λένε από το Άγιο Όρος - ήταν η καταφυγή, η παρηγοριά, η διασκέδαση αυτών των φτωχών ανθρώπων.
Μέχρι, δε, και πριν από κάποια χρόνια, το τσίπουρο ήταν προϊόν οικογενειακής παραγωγής και προοριζόταν για οικογενειακή - φιλική κατανάλωση. Άντε να πουλάγανε και κάτι λίγες ποσότητες για να συμπληρώσουν το λιγοστό αγροτικό εισόδημά τους.
Όμως, ένα προϊόν σαν το τσίπουρο, δεν μπορεί να μένει και να κυκλοφορεί στο περιθώριο. Αφ' ενός αυξήθηκαν οι μικροί παραγωγοί, κι αφετέρου μπήκαν στο χορό και τα '' μεγάλα κεφάλια ''. .Παράλληλα, όμως, αυξήθηκε και η πίτα της αγοράς. Αυτό, άλλωστε, προκάλεσε και το ενδιαφέρον των '' μεγάλων''. ( όχι θα το άφηναν...)
Μέχρι, λοιπόν, πριν κάποιες δεκαετίες οι μικροί παραγωγοί ήταν οι μόνοι που υπήρχαν. Δούλευαν μεν κάτω από την αυστηρή επιτήρηση του κράτους, όσον αφορούσε τον τρόπο λειτουργίας τους και τις παραγόμενες ποσότητες, είχαν όμως, και σημαντικές φοροελαφρύνσεις για να μπορέσουν να σταθούν στα πόδια τους και να έχουν κάποια λίγα συμπληρωματικά έσοδα.
Όταν όμως μπήκαν στη μέση τα μεγάλα '' κεφάλια '' τα πράγματα άλλαξαν. Άρχισαν να πιέζουν προς όλες τις κατευθύνσεις.
Προς τους '' μικρούς '' για να τους πάρουν τις πρώτες ύλες και την αγορά, προς την πολιτεία - κυβερνήσεις για να κόψουν τις φοροελαφρύνσεις και την ευνοϊκή μεταχείριση στους μικρούς παραγωγούς, και προς την Ευρωπαϊκή Ένωση καταγγέλλοντας το ειδικό καθεστώς των '' διήμερων'' - μικρών παραγωγών- και ότι στην Ελλάδα ο φόρος του αλκοόλ για τα τσίπουρα και τη τσικουδιά είναι πολύ χαμηλότερος απ' ότι στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση, απαιτώντας ''ισονομία και ίση μεταχείριση''.
Άλλο ,μεν, που δεν ήθελε η Ε.Ε , με ''πόνο ψυχής ,δε, η τότε ελληνική κυβέρνηση,- 2017 και μνημόνια - '' αναγκάστηκε '' να προσπαθήσει να προσαρμοστεί με τις ευρωενωσιακές απαιτήσεις. Σύμφωνα μ' αυτές θα έπρεπε όλα τα προϊόντα που παρασκευάζονται με αιθυλική αλκοόλη στην Ε.Ε να έχουν τον ίδιο φορολογικό συντελεστή, άρα και το τσίπουρο και η τσικουδιά.
Οι πρώτες προσπάθειες επιβολής των απαιτήσεων της Ε.Ε απέτυχαν. Ύστερα από τις αγωνιστικές κινητοποιήσεις των μικρομεσαίων αγροτών και των ''καζανάρηδων'' - τρακτέρ στον Τύρναβο, κλπ -η κυβέρνηση απέσυρε τις αλλαγές.
Ο χορός , όμως, είχε αρχίσει. Και σ' αυτόν εκτός από τους ''δικούς'' μας ποτοβιομήχανους και μεγαλέμπορους - εισαγωγείς εμφιαλωμένων ποτών, μπήκαν και οι μεγαλύτεροι του εξωτερικού.
Κάθε χρόνο οι πιέσεις μεγάλωναν. Αποφάσεις ECOFIN, αξιώσεις ευρωπαϊκών δικαστηρίων, κυβερνητικές αποφάσεις κι ένα σωρό ακόμα ενέργειες έδειχναν καθαρά '' ποιος είναι εδώ τ' αφεντικό''
Έτσι εφέτος, η παρούσα κυβέρνηση, χωρίς πόνο ψυχής, βεβαίως βεβαίως, αποφάσισε για τούς διήμερους παραγωγούς:
- Αύξηση της φορολόγησης του αποστάγματος από 0.59 ευρώ το λίτρο σε 1,80 ευρώ, σχεδόν τρεισήμισι φορές πάνω.
- Μείωση των επιτρεπόμενων ημερών απόσταξης
- Μείωση της επιτρεπόμενης ποσότητας παραγωγής αποστάγματος
- Απαγόρευση της χρήσης του ονόματος ''τσίπουρου'' και '' τσικουδιάς'' στα αποστάγματά τους.
Οι παραπάνω αποφάσεις, τόσο κάθε μια από μόνες τους όσο και συνδυαστικά μεταξύ τους, δίνουν ένα πολύ γερό χτύπημα στους μικρούς παραγωγούς και γερό φύσημα αέρα στα πανιά των μεγάλων του χώρου. Εκτιμάται, δε, ότι αύξηση φορολογίας και κόστος ενέργειας θα αυξήσουν τη τιμή του τσίπουρου στη λιανική γύρω στο 40%.
Ύστερα, λοιπόν, απ' όλα τα παραπάνω, έρχομαι κι εγώ με τη σειρά μου να ρωτήσω:
-Ποιος υποχρεώνει τους αμπελουργούς , ιδιαίτερα μάλιστα υπό τις παρούσες συνθήκες, να δράσουν υπό καθεστώς ποτοαπαγόρευσης;
-Αν αυξηθούν- που θα αυξηθούν - τα παράνομα αποστακτήρια ποιος θα φταίει;
-Αν, σε σχέση με τη προηγούμενη ερώτηση, πέσει η ποιότητα του αποστάγματος ποιος θα φταίει;
-Αν μαζί με την πτώση της ποιότητας αυξηθεί - που θα αυξηθεί - και η επικινδυνότητά του ποιος θα φταίει;
-Ποιος, τελικά, είναι κερδισμένος απ' αυτές τις αποφάσεις της κυβέρνησης;
Βεβαίως και δεν περιμένω απαντήσεις...