Ποιητική μαθητεία
Γράφει ο ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΚΑΛΑΡΓΑΛΗΣ*
Δημοσίευση 3/11/2022
Εκπλήσσομαι που εκπλήσσεσαι» έγραψε κάποτε ο Μυριβήλης στον παιδαγωγό Μίλτο Κουντουρά, όταν ο δεύτερος διώχτηκε για τις προοδευτικές, παιδαγωγικές ιδέες και πρακτικές του. Σήμερα η παιδαγωγική του είναι πρωτοπόρα και παρούσα, ενώ οι διώκτες του είναι υποσημείωση στην ιστορία της εκπαίδευσης. Γιατί οι προτάσεις του ήταν διαχρονικές.
Ποιητή, εμείς δεν εκπλησσόμαστε που κάποιοι «δεν βρήκαν» την ποίησή σου. Ο ποιητής στις μέρες μας θέλει και γράφει: «Μόνο μιαν άκρη της αλήθειας να σηκώσω/ να ρίξω λίγο φως στην πλαστογραφημένη μας ζωή./ Όσο μπορώ, κι όσο κρατήσω», έστω κι αν ξέρει ότι «κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα/ κανένας στίχος δεν κινητοποιεί μάζες».
Βλέπει γύρω του «Παλιοί επαναστάτες γίνονται κρατικοί χημικοί/ σύμβουλοι τραπεζών, εργολάβοι δημοσίων έργων/ γλιτώνουν από την εκμετάλλευση, ευημερούν/ κάνουν οικογένεια, εκμεταλλεύονται άλλους/ θυσιάζονται για τα παιδιά τους που αύριο θα εξεγερθούν». Ξέρει πως είναι μόνος, «ανίσχυρη μειοψηφία», «αποδιωγμένος, στιγματισμένος, ύποπτος» όπως κι άλλοι σε παρόμοιες στιγμές της ιστορίας. Τον «βρίσκει όμως η ποίηση», κι όσους θέλουν να ακούσουν τους στίχους του. Ξέρει πως «Θα ’τανε βολικό να σώπαινα. Μα δε μπορώ», για αυτό μας φωνάζει: «Το δρόμο, πρέπει να βρούμε το δρόμο […] κάθε στιγμή αργοπορίας είναι θάνατος/ η ιστορία μας κινδυνεύει να σαπίσει/ η χώρα μας, ο λαός μας κινδυνεύει να σαπίσει./ Κι εμείς, μ’ όλες τις ελπίδες μας τις αδυναμίες,/ η μόνη ελπίδα σωτηρίας».
Ρίχνει μπαταριές σ’ όλες τις μεριές, στους συντρόφους του φωνάζει: «συμφωνώ πως, διάβολε, οι αριστεροί/ θα ’πρεπε να συγχρονιστούνε». Διαπιστώνει στον καθέναν, που μπορεί να είναι κι ο εαυτός του, κούραση λόγων, κλειστό ορίζοντα, αυτούς που προσφέρουν, «ενώ εσύ, όλο και θ’ αναβάλλεις τη στιγμή της πράξης/ περιμένοντας τις πρόσφορες συνθήκες».
«Ο δρόμος και πάλι» που ανοίγεται δεν είναι καινούργιος• γιατί «Προχωρώντας στον ατέλειωτο χωματόδρομο του χρόνου/ απαντούμε τις χιλιάδες ροδεσιές απ’ τ’ άλλα κάρα». Με αυτογνωσία μας κραυγάζει: «Λοιπόν, κι ολωσδιόλου μάταια να ’ναι τα λόγια μου/ μην περιμένετε να το βουλώσω./ Εκείνοι που συνεχίζουν τον ύπνο τους/ αύριο μπορεί να καταλάβουν». Μας υπενθυμίζει, απ’ τους χρόνους του περασμένου αιώνα, «Εδώ στη μέση της πλατείας έξαλλος θα κραυγάζω./θα ξεσκεπάζω μπρος στα μάτια/ τα πράγματα που τάχατε δεν ξέρετε,/ θα ξεδιπλώνω μπρος τα μούτρα σας τη φρίκη/ που δήθεν αγνοείται και τη βαφτίζεται συκοφαντία/ νοσηρή φαντασίωση ή μελοδραματισμό».
Με αυτογνωσία μας ψιθυρίζει «κι εγώ, αντί ν’ αφοσιωθώ στην ποίηση/ καθηλώνομαι σε πράγματα ρευστά και τετριμμένα». Ποιητή, Τίτε Πατρίκιε, στον πρόσκαιρο πόνο αντιδιαστέλουμε την αιώνια αγάπη μας. Σε περιμένουμε στο νησί της ποίησης, στον αγαπημένο σου Μόλυβο, στην άκρη του Αιγαίου να μαθητεύσουμε.