Μια φονική μάχη της ρίμας και ο αδόκητος χαμός της Μυρσινούλας
Γράφει ο Σωκράτης Μαντζουράνης
Από το NEWSROOM Δημοσίευση 18/2/2019
Όταν άρχιζε ν’ ανοίγει για τα καλά ο καιρός, τα απογεύματα των Κυριακών μας ήταν προγραμματισμένα.
Ο πατέρας ερχόταν κουρασμένος και καταβρώμικος από το κτήμα στο Καγιάνι, μπάνιο, φαγητό και ξάπλα για ύπνο.
Μόλις άρχιζε να μουχρώνει, άρχιζε και μια κούρσα τρέλας:
Η προετοιμασία για τη βόλτα.
-Μαρίνο σήκω, θ’ αργήσουμε. Τα ρούχα είναι στην πολυθρόνα. Μη ξεχάσεις τη γραβάτα. Παιδιά ελάτε κάτω να σας ντύσω. Άντε μη χασομεράτε.
Ο Μαρίνος άλλαζε πλευρό, εμείς προσπαθούσαμε να βάλουμε φωτιά σε μια φωλιά από μπάμπουρες και η Αφρούλα συνέχιζε να ωρύεται.
-Άντε, νυχτώσαμε πάλι…
Κάποια στιγμή, ο Μαρίνος ντυνόταν.
-Εγώ είμαι έτοιμος, φώναζε για να τον ακούσει η μάννα μας.
Έβγαινε στην αυλή, έπαιρνε το φτυάρι, έβγαζε την τάπα από τη στέρνα και άρχιζε να ποτίζει.
Η Αφρούλα κατάφερνε να μας ντύσει, άρχιζε κι εκείνη να φορά τα καλά της λίγο κραγιόν, το δαχτυλίδι το μεγάλο, το κολιέ το καλό και έτοιμη.
-Μαρίνο, έτοιμοι εμείς..
Και ο Μαρίνος με κοστούμι γεμάτο λάσπες, τα παπούτσια βρεγμένα και η γραβάτα στη τσέπη.
-Για να μη λερώσει βρε παιδί..
Άντε πάλι φωνές, άντε να ξαναντυθεί ο Μαρίνος.
Κάθε Κυριακή απόγευμα, ακριβώς αυτό.
Κάποια στιγμή, η οικογένεια έτοιμη.
Για τη προκυμαία.
Και άρχιζαν τα πάνω-κάτω και τα σχόλια.
Χαιρετούρες και Κους- Κους.
-Γειά σου Αφρούλα..
-Γειά σου Δέσποινα, ωραία η ζακέτα’ς
-Απ’ την Αθήνα μ’ τη στείλαν.
Και μόλις απομακρυνόμασταν..
-Μπα, απ΄του Βουκλαρή είναι. Την είδα που την έπαιρνε.
Μια-δυο φορές πάνω-κάτω την προκυμαία και μετά στο Πανελλήνιο, όπου ο θείος Μιχάλης πάντα μας είχε τραπέζι.
Ερχόταν το ούζο του πατέρα, το γλυκό της μαμάς, αναψυκτικά για μας και δόστου κουβεντολόγι για δουλειές και κουτσομπολιά.
Σε μια τέτοια έξοδο μας, ακούγεται στα ξεκούδουνα η φωνή της θείας-Ρηνούλας:
-Παιδιά κάντε ησυχία, του μουρό θα πας πει ένα ποίημα..
Σουκρατέλ’ του Ματρόζου να πεις, που τον λες όμορφα, παραγγέλνει.
Μένω σύξυλος και πάω να την κοπανήσω.
-Άντε γιέ μ’, λέει ο θείος Μιχάλης. Θα σε φέρω και παγουτό.
Το Μυρσινέλ’ από απέναντι, να μου χαμογελά ενθαρρυντικά:
-Άντε, πες το, μου γνέφει
Με τη Μυρσινούλα προσπαθούσα ν’ ανοίξω νταλαβέρια, το ήθελε κι’ αυτή νομίζω, όμως κράταγε πόζα.
Όταν είδα το γνέψιμο της, πήρα φόρα.
Ανεβαίνω σε μια καρέκλα, το ακροατήριο σε αναμονή κι’ αρχίζω:
- Ένας Σπετσιώτης γέροντας
σκυφτός από τα χρόνια,
με κάτασπρα μακριά μαλλιά
και πύρινη ματιά…. κ.λ.π.
Χειροκροτήματα, μπράβο, χαμόγελα από το Μυρσινέλ’, εγώ πανευτυχής.
Εκεί απάνω, ακούγεται μια φωνή:
-Θα σας πει κι’ ο Παναγιώτης ένα ποίημα.
Ο Παναγιώτης ήταν ένα παιδί από τη Σουράδα, πλουσιόπαιδο, με ποδήλατο αγωνιστικό, που εμείς από το Συνοικισμό τον είχαμε στο μάτι.
Σηκώνεται απάνω και χωρίς πολλά-πολλά, αρχίζει την απαγγελία:
- «Μακεδονία ξακουστή
του Αλεξάνδρου η χώρα,
που έδιωξες τους βάρβαρους
κι ελεύθερη είσαι τώρα!...»
Το τι χειροκρότημα έπεσε δε λέγεται.
Να και τα «μπράβο», να και κεράσματα, μέχρι που κι’ ο θείος μου του πήγε το παγωτό μου.
Να ανοίξει η γη να με καταπιεί.
Εκείνο όμως που με τσάκισε κυριολεκτικά, ήταν που η Μυρσίνη σηκώθηκε και του είπε;
-Μπράβο Παναγιώτη, πολύ ωραίος.
Και με αποτελείωσε, όταν την είδα τις επόμενες μέρες καβάλα στο ποδήλατο του Παναγιώτη να βολτάρουν στο Μακρύ-Γιαλό.
Όταν τις προάλλες είδα στη Βουλή, την ποιητική «μονομαχία» του Αλέξη με τον Καμμένο, είπα από μέσα μου:
-Την πάτησες Πανούλη,.
Την πάτησες με το Ματρόζο, όπως κι’ εγώ τότε στο Πανελλήνιο.
Θα σου πάρει και τους βουλευτές και την «Ομάδα» σου και τη Μυρσίνη , φίλε.
Γιατί εδώ που τα λέμε, που πας ρε Καραμήτρο, με Ματρόζο;
Ο άλλος έχει εξασφαλίσει τους 151 και σου κάνει ρελάνς με Καβάφη.
Δεν το κατάλαβες;
Στους αγώνες ακόμα και στους «ποιητικούς» αγώνες εντός Βουλής, πάντα κερδίζει ο πιο «διαβασμένος»
Έστω κι’ αν είναι , πρώτη φορά διαγωνιζόμενος.